Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

τραγούδια επετείου 28ης οκτωβρίου 1940

τραγούδια επετείου 28ης οκτωβρίου 1940


ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
(Δ. Σολωμός - Ν. Μάντζαρος)

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή
σε γνωρίζω από την όψη
που με βια μετράει τη γη.

Απ' τα κοκάλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα ανδρειωμένη
χαίρε ω χαίρε Ελευθεριά

ΑΧ ΕΛΛΑΔΑ
(Μ. Ρασούλης)

Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά
και στο Σικάγο μέσα ζει στην Λευτεριά.
Εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά
-σάμπως φταις και συ καημένη-
και στην Αθήνα μέσα ζει στην ξενιτιά.

Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ να πεθαίνω όπου πατώ
και να μη σε υποφέρω.
Αχ Ελλάδα θα στο πω πριν λαλήσει πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι.
M' εκβιάζεις μου κολλάς, σαν τον ξένο με πετάς,
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι.

Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά
-Οδυσσέα γύρνα κοντά μου-
που τ' άγια χώματα της πόνος και χαρά.
Καθένας είναι ένας που σύνορο πονά
κι εγώ είμαι ένας κανένας που σας σεργιανά.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ
Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν
σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά.
Με κανόνια τις πόλεις χαλάσαν,
μας ανάψαν φωτιές στα χωριά.

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει,
δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά.
Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει
και ξανά προς τη δόξα τραβά.

Μα οι εχθροί μας πια τώρα σκορπίσαν
και ξανάρθε σε μας λευτεριά.
Για να φτιάξουμε τα όσα γκρεμίσαν,
ας κοιτάξουμε τώρα μπροστά.

Ο ΑΝΤΑΡΤΗΣ
Φόρεσε αντάρτη τ' άρματα, ζώσε και το σπαθί σου
και σύρε για τον πόλεμο κι η Λευτεριά μαζί σου.

Σύρε και θέλω νικητής παιδί μου να γυρίσεις,
για τη γλυκιά τη Λευτεριά το αίμα σου να χύσεις

Πολέμησε αντάρτη μου ως πολεμούνε όλοι
και με τον Άρη αρχηγό να 'ναι ναι γλυκό το βόλι.

Ο ΔΡΟΜΟΣ
(Μ. Λοϊζος - Κ. Μητροπούλου)

Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία,
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά.
Ήταν μια λέξη μοναχά :"ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ"
είπανε, όμως πως την έγραψαν παιδιά.

Ύστερα κύλησ' ο καιρός κι η Ιστορία,
πέρασε εύκολ' απ' τη μνήμη στην καρδιά.
Ο τοίχος έγραφε 'Μοναδική Ευκαιρία !
Εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά !'

Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
κι ύστερα γήπεδο, στοιχήματα, καυγάς.
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά.

ΟΙ ΚΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ
Πάνω εκεί στις Πίνδου μας τις κορφές,
που θαρρείς τ' αστέρια φιλούνε,
Της Πατρίδας λίγες αγνές μορφές,
τα πυκνά σκοτάδια ερευνούν.

Η νύχτα φεύγει, σβήνουν τ' αστέρια,
τ' αγρίμια πάνε να κρυφτούν.
Μα του Δαβάκη μας τα ξεφτέρια,
δε θε να παν ν' αναπαυθούν.

Οι γενναίοι μας με τη λόγχη ορμούν,
τον εχθρό με λύσσα χτυπούνε.
Είναι λίγοι μα τους πολλούς νικούν
κι απ' τη γη μας πέρα τους πετούν.

ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
(Μ. Τραϊφόρος)

Μες τους δρόμους τριγυρνάνε,
οι μανάδες και ζητάνε ν' αντικρίσουνε
τα παιδιά τους π' ορκιστήκαν,
στο σταθμό σαν χωριστήκαν να γυρίσουνε.

Μα για κείνους πού 'χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει, ας χαιρόμαστε
και καμιά ποτέ ας μην κλάψει
κάθε πόνο της ας κλάψει κι ας ευχόμαστε.

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά.
Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά,
προσευχόμαστε όλες, νά 'ρθετε ξανά.

Λέω σ' όσες ξαγρυπνάνε
και για κάποιον ξενυχτάνε και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια γνήσια Ελληνοπούλα δεν ταιριάζουνε.

Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε,
υπερήφανα ας πούμε σα Σουλιώτισσες.

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά.
Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά,
προσευχόμαστε όλες, νά 'ρθετε ξανά.

Mε της Νίκης τα φτερά,
σας προσμένουμε παιδιά.

Στο πόλεμο βγαίν' ο Ιταλός
Στο πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός
κι ου τσουλιάς του λέει
έβγα Μουσουλίν
έριμη του φουστάν του κουρουμπλί
γιατί δε βγαίνεις καταδώ
κι έχω μια όρεξ' ορέ να σε ιδώ

Κι κεί σιαπάν, σιαπάν στη Κορυτσά
Λεν τα παιδιά μας ούλα έλα παραδώ
ουρέ για να σ'ιδώ και γω,
γιατί δε βγαίνεις να σ'ιδώ,
ουρέ γιατί μας κάνεις το λαγό;

Καίει ου ήλιος καίει, καίει μανάραμ καίει
και αυτοί μιλάν για χιόνια λάσπες και βροχές
ε'ρι λάσπες και βροχές
Το πόλεμο τι, μωρ τι, τι τουν ήθελεις
και σε περιγελούνει οι άντρες σα σε δούνε
παράτα τη, μωρ τηνπαλληκαριά
τα τάγκς, και τα κανόνια, δεν είναι, μακαρόνια

Πού 'σε ουρέ Μπενίτου κρυμμένους στη σπηλιά
ουρέ κατέβα παρακάτου, φουβάμαι τουν τσουλιά
έρι φουβάμαι τουν τσουλιά

ΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΟΥΤΣΕ ΤΗ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του
μ' όλα τα φτερά. (2)
Και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει
βρε το φουκαρά. (2)
Ωχ! Τον τσολιά μας το λεβέντη
βρίσκει στα βουνά..
και ταράζουν τον αφέντη
το μακαρονά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω;

Ξεκινάει την άλλη μέρα
μα και πάλι ακούει: "Αέρα!"
από τον τσολιά. (2)
Δρόμο παίρνει και δρομάκι
και πηδάει το ποταμάκι
ξέρει τη δουλειά. (2)
Ωχ! Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι
από τον τσολιά
κι όλο στρατηγούς αλλάζει
για να βρει δουλειά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο
και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.

Στέλνει ο νέος Ναπολέων
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά, (2)
για να βρουν το διάβολο τους
κι ο στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά. (2)
Ωχ! Και οι "κένταυροι" οι καημένοι
βρε τι τρομερό,
νηστικοί, ξελιγωμένοι,
πέφτουν στο νερό.
Αχ, Γκράτσι, να μη σε δω Γράτσι,
γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.
Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους
κι από μας κι απ' τους συμμάχους
τρώνε την κλωτσιά. (2)
Και χωρίς πολλές κουβέντες
μπήκαν έλληνες λεβέντες,
μες στην Κορυτσά. (2)
Ωχ! Μέσα στ' Αργυρόκαστρο
εμπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει
τώρα ελληνική.
Αχ, Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο,
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.
Και πάθαν οι καημένοι μεγάλη συμφορά
κι η Ρώμη περιμένει κι εκείνη τη σειρά.

ΚΟΡΟΪΔΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ
Με το χαμόγελο στα χείλη
παν οι φαντάροι μας μπροστά
και γίναν οι Ιταλοί ρεζίλι,
γιατί η καρδιά τους δε βαστά.

Βρέχει. Και κάτω από την τέντα
δεν κάνουν βήμα προς τα μπρος
και λένε στ' ανακοινωθέντα:
"Φταίει ο κακός μας ο καιρός..."

Επωδός:
Κορόιδο Μουσολίνι
κανένας δε θα μείνει,
εσύ και η γελοία
η φασιστική Ιταλία
τρέμετε όλοι το χακί.

Δεν έχεις διόλου μπέσα
κι όταν θα μπούμε μέσα,
ακόμα και στη Ρώμη
γαλανόλευκη θα υψώσουμε
σημαία ελληνική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...