Κρήτη
Κάτω στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στοῦ Κυρίου τὸν τάφο
κάθετ᾿ ἡ Κερὰ Παναγιά, τὴν προσευχή της κάνει.
Θωρεῖ τὸν Ἰωάννη τζη κι εἶναι βαργιὰ κλαμένος.
Ἴντά ῾χῃς Ἰωάννη μου κ᾿ εἶσαι βαργιὰ κλαμένος;
Ὁ Δάσκαλός σου σ᾿ ἔδειρε γιὰ τὸ χαρτί σου χάνεις;
Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, στόμα νὰ σοῦ μιλήσω
δὲν ἔχω χεροπάλαμα τὸν τόπο νὰ σοῦ δείξω.
Θωρεῖς το ῾κεῖνο τὸ βουνό, τὸ μαυροφορεμένο;
Ἐκειὰ τὸν ἔχουν τὸ Χριστό, μπιστάγκωνα δεμένο.
Κι ἡ Παναγιὰ ὡς τ᾿ ἄκουσε ἔπεσε λιγωμένη,
ῥοδόσταμο τῆς χύσανε ὥστε νὰ συνεφέρει.
Κι ἀπήτις ἐσυνήφερε κι ἔφερεν τὰ σωστά τζη,
καλεῖ τσὶ δύο γειτόνισσες δίδει τσῆ μιᾶς λιβάνι
καὶ τσ᾿ ἄλλης δίδει θυμιατὸ νὰ πά᾿ νὰ ῾δεῖ ἴντα κάνει.
Δῶστε μου μένα θυμιατό, δῶστε μου τὸ λιβάνι
καὶ ῾γὼ ποὺ τὸν ἐγέννησα θὰ πά᾿ νὰ δῶ ἴντα κάνει.
Στὴ στράτα ποὺ πηγαίνανε, στὴ στράτα ποὺ διαβαίνουν
θωρεῖ τσὶ πόρτες σφαλιχτὲς καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα.
Ἄνοιξε πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καὶ πόρτα τοῦ Τζελάτη
κι ἡ πόρτα ᾿ποὺ τὸ φόβο τζη ἄνοιξε μοναχὴ τζη.
Θωρεῖ τσ᾿ Ἀγγέλους ἐκειδὰ καὶ τὸ Μονογενῆ τζη.
- Κατέβα γιέ μου ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ νὰ σὲ γλυκοφιλήσω.
- Δὲν κατεβαίνω μάνα μου, γιατὶ εἶμαι σταυρωμένος·
σέρσου μάνα στὸ σπίτι σου, σέρσου καὶ στὴ δουλειά σου,
μὰ ῾γὼ τὸ Μέγα Σάββατο, θὰ ἔρθω μὲ τσ᾿ Ἀγγέλους,
ποὺ λειτουργοῦνε οἱ ἐκκλησὲς καὶ ψάλλουν οἱ παπάδες,
ποὺ βάνουν οἱ γραμματικοὶ νερὸ στὰ καλαμάρια.
-Ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ γκρεμιστῶ, ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ δώσω·
ποὖναι μαχαίρι νὰ σφαγῶ, ν᾿ ἀδικοθανατώσω.
- Μάνα, μὴ σύρῃς στὸ σφαγμὸ νὰ σφάζουνται οἱ μανάδες,
καὶ κάμε τὴν παρηγοριὰ νὰ τήνε κάμουν κι ἄλλες.
Πήγαινε μάνα σπίτι μας νὰ στρώσεις τὸν σοφρᾶ σου,
νὰ φᾶνε οἱ πεινασμένοι μας, νὰ πιοῦν οἱ διψασμένοι,
νὰ φᾶς καὶ σὺ μανούλα μου ποὔχεις καρδιὰ καμένη.
Ὅποιος τὸ λέει σώνεται, ὅποιος τ᾿ ἀκούει ἁγιάζει,
κι ὅποιος τὰ κολοφουγκράζεται, παράδεισο θὰ λάβει,
παράδεισο καὶ λίβανο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Τάφο,
ποὺ τὸν ἀφέντη τὸν Χριστὸ κι ὅπου πονεῖ θὰ γιάνει.
(Ψάλλετε κάθε Μεγάλη Παρασκευή από Μαυροφορεμένες κοπέλες που συμβολίζουν την Παναγία και τις Μυροφόρες) Η Παναγιά εκάθουντου επάνω στο θρονί τηςδριμύ φωνή της σύρανε για το Μονογενή της.Επιάσανε το τέκνο της επιάσαν το παιδί της.Η Παναγιά ως τ’ άκουσε έπεσε λιγωμένη
σταμνιά νερό τση χύσανε ως το να συνηφέρει.Κι απις εποσυνήφερε κι ήρθε στο λοϊσμό τση,
παίρνει τση δυο γειτόνισσες τσι πιο καλύτερές τση,
και παίρνει η μια το θυμιατό κι η άλλη το λιβάνι
και παίρνουν και πηγαίνουνε να πα να δουν τι κάνει
και παίρνουν και πηγαίνουνε εις του Ληστή την πόρτα.Θωρεί τσι πόρτες σφαλιχτές και τα κλειδιά παρμένα και τα πορτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.Παίζει τση πόρτας μια λαχτιά, μέσα και πέρα πάεικι άνθρωπο δεν εγνώρισε μόνο τον Αϊ- Γιάννη Ε, Αϊ-Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή Κυρίουδεν είδες με το τέκνο μου και το βαφτιστικό σου;-Δεν έχω μάθια να σε δω στόμα να σου μιλήσω ούτε και χεροπάλαμα για να σου τονε δείξω.Βλέπεις εκείνο το χλωμό τον παραπονεμένοόπου φορεί ποκάμισο στο αίμα βουτημένο,όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνικι όπου φορεί στη μέση του το τρίχινο ζωνάρι;Εκείνο’ ναι το τέκνο μου και με ο Βαφτιστικός μου.Η Παναγιά ως τ’ άκουσε έπεσε λιγωμένη ροδόσταμο τση χύνανε ως το να συνηφέρει.Κι απίτις εσυνήφερε κι ήρθε στο λοϊσμό της,ζητεί μαχαίρι να σφαγή γκρεμό να πα να δώσειζητεί και κακοθάνατο να κακοθανατώση.-Να πάρεις το στρατί, στρατί να πας εις το θρονί σουνα κάμεις τη μετάνοια σου και η την προσευχή σου.Βάλε νερό στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι να κάμεις την παρηγοριά για να την κάμουν κι άλλοι.Παρισταμένη στο Σταυρό η Πάναγνος Μαρία,η Θεοτόκος Δέσποινα και του παντός Κυρία Βλέπω μαχαίρι ξαφνικό και μπήκε στην καρδιά μουνα χάσω τον ανάθρεψα που ’ταν παρηγοριά μου.Η Μάρθα η Μαγδαληνή εσίμωσε κοντά Του,σκύφτει φιλεί τους πόδας Του κι ακούει τη λαλιά Του.Διψώ και δώστε μου νερό τα χείλη μου να γράνωκι η γλώσσα μου ξεράθηκε εις τον Σταυρόν επάνω. Μανάδες που ’χετε παιδιά ελάτε κλάψετέ με το τέκνο μου σταυρώσανε παρηγορήσετέ με.Ω τέκνο μου γλυκύτατο πολυαγαπημένοδεν δύναμαι να σε θωρώ πως σ ’έχουν ποδωμένο.Ω τέκνο μου γλυκύτατο πολυβασανισμένοσε μαύρο τάφο σ’ έβαλαν κι είσαι αραχνιασμένο. Ω ουρανοί και ποταμοί και βρύσες ξεραθείτε,όρη λαγκάδια και βουνά όλα ξεριζωθείτε Ω ουρανοί χαλάσετε πλακώσετε τη μάνα που δια πίκρες και καημούς τη γέννησε η Άννα.Κι η Αγία Ελένη παίρνανε θωρεί τη στο τραπέζι:-Ποιος είδε τέκνο στο Σταυρό και μάνα στο τραπέζι;-Άψαλτη κι αλειτούργητη να’ ναι η Αγια Ελένη που δεν επαρηγόρησες τη μάνα την καημένη.
Η Σταύρωσης του Χριστού
Κάτω στα Γεροσόλυμα εις του Χριστού τον τάφοεκειά δεντρό δεν ήτανε, δεντρί εφανερώθη .Το δέντρο ήταν ο Χριστός κι οι κλών’ οι Αποστόλοιτα παρακλωναρίδια του ήσαν οι μαρτυριές του, που μαρτυρούν κι ελέγανε για του Χριστού τα πάθη:-Χριστέ μ’ όντε σε πιάσανε οι σκύλ’ οι Ιουδαίοικι’ επέψαν τον παράνομο, το σκύλο των Οβραίονα πα να κάμει δυο καρφιά……κι εκείνος ο παράνομος, πιάνει και κάνει πέντε -Βάλε τα δυο ‘ς τα πόδια ντου, τα δυο ‘ς τα δυο ντου χέριακι εκείνο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του.Κι η Δέσποινα, ως τα’ άκουσε απομένει λιγωμένη. Σταμνιά νερό τση γέρνανε, σιγλιά – σιγλιά το μόσκοκαι τρία το ροδόσταμο, το νου τζη για να φέρεικι απής το νου τζη κι’ έφερεν κι απής το λογικό τζη εστάθη ανατολικά και κάνει το σταυρό τζη:-Όσοι αγαπάτε το Χριστό και του Χριστού τη μάνα,ούλοι να μ’ ακλουθήξετε τση πονεμένης μάνας.Άλλες δε τζ’ ακλουθήξανε όξω –ν-οι τρεις παρθένες,η Μάρθα κι’ η Μαγδαληνή, τ’ Αγιού Λαζαρ’ η μάνακαι παίρνει τσι και πηαίνουνε εις του Ληστή τσι πόρτες.Βρίσκου τζι πόρτες σφαλιχτές και τα κλειδιά παρμένακαι τα πορτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.Παίζου τζη πόρτας μια λαχτέ, μέσα και όξω δίδει.Θωρούν κουτσούς θωρούν στραβούς χίλιες μιλλιουνιάδεςκι άλλο δεν εγνωρίσανε όξω τον Άη Γιάννη.-Άη μου Γιάννη, Πρόδρομε και Βαφτιστή του γυιού μου,ποιόν είν’ εμέν’ το τέκνο μου κι εσέν’ ο Δάσκαλός σου;Θωρείς το κείνο το χλωμό, το παραπονεμένο, απού βαστά στη χέραν του καρφιά να σου καρφώξηκι απού βαστά στην άλλη του χολή να σου ποτίσει;Εκείνο ειν’ το τέκνο σου κι εμεν’ ο Δάσκαλός μου!-Κι αν είν’ γκρεμός να γκρεμιστώ κι ανεκορφάς να δώσωκι αν είν’ μαχαίρι δίστομο, να κακοθανατώσω !......Μάνα μην κάμης άδικο να κάνουν οι μανάδες και πάρε το στρατί-στρατί και άμε στο κελί σου βάλε κρασίν εις το γυαλί, ψωμίν εις το μαντήλικαι κράξε τσι γειτόνισσες να σε παρηγορήσουνκαι κράξε τα ορφανά παιδιά να φαν’ να μακαρίσουν.
σταμνιά νερό τση χύσανε ως το να συνηφέρει.
παίρνει τση δυο γειτόνισσες τσι πιο καλύτερές τση,
και παίρνει η μια το θυμιατό κι η άλλη το λιβάνι
και παίρνουν και πηγαίνουνε να πα να δουν τι κάνει
και παίρνουν και πηγαίνουνε εις του Ληστή την πόρτα.
Η Σταύρωσης του Χριστού |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου