Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ..... ΚΡΑΣΑΚΙ

Ήρθε ο καιρός στο νηπιαγωγείο μας να φτιάξουμε κρασάκι!!

Θα φέρουμε σταφύλια καιιιι.......

Φτιάξτε μόνοι... το κρασί σας !


Η παρασκευή σπιτικού κρασιού είναι σε γενικές γραμμές μία απλή διαδικασία, υπάρχουν όμως και πολλά μικρά μυστικά, που εξασφαλίζουν εύγευστο και καλής ποιότητας κρασί, φτιαγμένο με τα... χεράκια σας.
Μπορείτε να επιλέξετε ανάμεσα σε ένα παραδοσιακό βαρέλι από ξύλο δρυός, ένα πλαστικό δοχείο τροφίμων και ένα ανοξείδωτο δοχείο με πλωτό ή πνευματικό καπάκι (κινητή οροφή).
Αν και τα ξύλινα βαρέλια προτιμώνται παραδοσιακά, ωστόσο πλένονται δύσκολα (γιατί οι πόροι τους απορροφούν κρασί), είναι βαριά και όταν είναι παλιά αναδύουν άσχημες μυρωδιές σάπιου ξύλου. Τότε λέμε πως μυρίζει δούγα, δηλαδή μούχλα.
Οταν όμως το ξύλινο βαρέλι είναι καινούργιο, μπορεί να προσδώσει στο κρασί τα αρώματά του κάνοντάς το εξαιρετικό.

Τα πλαστικά δοχεία έχουν αρκετά «συν», αφού είναι οικονομικά, ελαφριά και πλένονται εύκολα. Ωστόσο, δεν είναι όμορφα και επίσης δεν είναι κατάλληλα για μακρόχρονη παραμονή του κρασιού.Τα ανοξείδωτα δοχεία Καθαρίζονται εύκολα, είναι ελαφριά και επομένως εύκολα στον χειρισμό.
Επιπλέον, ο ανοξείδωτος χάλυβας είναι ένα απόλυτα αδρανές υλικό, που βοηθά στη διατήρηση των γεύσεων των νωπών σταφυλιών, καθώς αυτά μετατρέπονται σε κρασί.
Στα δοχεία που έχουν πλωτό καπάκι (δηλαδή καπάκι που επιπλέει στην επιφάνεια του κρασιού) βάζουμε γύρω στο περιθώριό τους παραφινέλαιο, που σφραγίζει την επιφάνειά του σε όλη τη διαδικασία παραγωγής.
Στο πνευματικό καπάκι, αντί να βάλουμε παραφινέλαιο, υπάρχει μία σαμπρέλα, που φουσκώνει - ξεφουσκώνει και έτσι μπορεί να αφήσει το δοχείο ανοικτό όσο ο μούστος«βράζει» (ζυμώνεται) ή να το σφραγίσει αεροστεγώς, αφήνοντας έξω τον χειρότερο εχθρό του νεαρού κρασιού, τον αέρα.

Για να φτιάξετε λευκό κρασί, θα πρέπει να διαχωρίσετε τον μούστο από τα στέμφυλα αμέσως μετά το πάτημα των σταφυλιών.
Για την παραγωγή κόκκινου κρασιού όμως, ο μούστος θα πρέπει να παραμείνει με τις φλούδες των σταφυλιών για 2-4 ημέρες, προκειμένου να πάρει κόκκινο χρώμα και αυτό γιατί ακόμη και οι κόκκινες ρώγες έχουν λευκό χυμό. Το κόκκινο χρώμα προέρχεται από τη φλούδα.
Είναι πολύ βασικό να μη γεμίσετε το βαρέλι μέχρι επάνω με μούστο, καθώς κατά τη διάρκεια της ζύμωσης, ο μούστος φουσκώνει και μπορεί να ξεχειλίσει.
Για αποστείρωση (θείωση) ρίξτε στο βαρέλι με τον μούστο «Μetabisulfite» σε αναλογία 10-15 γραμμάρια ανά 100 κιλά μούστου ή 15-20 γραμμάρια ανά 100 κιλά σταφυλιού. Η ουσία αυτή προστατεύει τον μούστο από τον αέρα και επιτρέπει την ανάπτυξη και τον βρασμό με τις «καλές» ζύμες.
Κατά τη διάρκεια της ζύμωσης, μπορείτε να ανακατέψετε με ένα καθαρό ξύλο μόνο λίγο στην αρχή αν αργεί ή λίγο στο τέλος για να βοηθήσετε τον μούστο να «βράσει» πιο γρήγορα.
Η μέτρηση της οξύτητας του μούστου (γράδο) γίνεται από τον χημικό. Κάποιοι, προκειμένου να βεβαιωθούν ότι ο «βρασμός» έχει τελειώσει, συνηθίζουν να ανάβουν ένα σπίρτο στο άνοιγμα του βαρελιού και αν αυτό σβήσει, τότε καταλαβαίνουν πως βράζει ακόμη. Αν και αρκετά διαδεδομένη αυτή η μέθοδος, πιο σωστό είναι να συμβουλευτείτε κάποιο χημικό.
Πριν σφραγίσετε το δοχείο, μπορείτε να προσθέσετε «Μetabisulfite». Αν υπάρχει μία μικρή αντλία, καλό είναι να κάνετε «απολάσπωση», ώστε να απομακρυνθεί η λάσπη που σχηματίζουν τα κομματάκια της σάρκας του σταφυλιού, από το μούστο.
Για την παρασκευή ρετσίνας αρκεί να προσθέσετε, είτε στη φάση του βρασμού, είτε στο φρέσκο κρασί, 10 γραμμάρια ρετσίνι για κάθε 100 κιλά μούστου. Η εμφιάλωση του κρασιού γίνεται κατά τον Μάρτιο, ενώ τον Μάιο καλό είναι να δει το κρασί σας ο οινολόγος μήπως θέλει κάποια διόρθωση όσον αφορά στα οξέα και το θειώδες (Metabisulfite).
Για την προστασία του νεαρού κρασιού από τον αέρα, προσθέστε παραφινέλαιο για τρόφιμα.
Το παραφινέλαιο είναι αδρανές και δεν διαλύεται, με αποτέλεσμα να δημιουργεί πάνω στο κρασί μία προστατευτική κρούστα. Ρίξτε τόσο ώστε να σχηματιστεί ένα στρώμα 2 περίπου χιλιοστών. Αν το κρασί σας βρίσκεται σε βαρέλι, που έχει μεγαλύτερη διάμετρο στη μέση, η ποσότητα του παραφινέλαιου πρέπει να είναι αρκετή ώστε να καλύψει όλη την ελεύθερη επιφάνεια του κρασιού, η οποία θα μεγαλώνει, καθώς η στάθμη θα κατεβαίνει.
Τα σπιτικά κρασιά, λόγω του τρόπου παρασκευής τους, «γερνάνε» και δεν ενδείκνυται να καταναλώνονται ύστερα από χρόνια.
Ωστόσο, τα κόκκινα κρασιά έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από τα λευκά, αφού η παραμονή του μούστου με τα φλούδια, εκτός από το χρώμα, προσδίδει και αντοχή στον χρόνο.
Η επίβλεψη της παραγωγής του σπιτικού κρασιού από τον οινολόγο κατά τα διάφορα στάδια αυξάνει τις πιθανότητες για καλό κρασί και διασφαλίζει το αποτέλεσμα.


ΜΟΥΣΤΑΛΕΥΡΙΑ
Υλικά

  • 6 κούπες μούστο








  • 9 κουταλιές στάχτη από ξυλοκάρβουνα








  • 2/3 κούπας αλεύρι ή καλύτερα νισεστέ








  • 2/3 κούπας καρύδια χοντροαλεσμένα








  • λίγη κανέλα







  • Ατομα: 6
    Χρόνος προετοιμασίας: 12 ώρες
    Χρόνος ψησίματος: 15'
    Εκτέλεση
    Η μουσταλευριά γίνεται το Σεπτέμβρη, το μήνα που πατιούνται τα σταφύλια, για να γίνει το κρασί. Ο μούστος, είναι αγίνωτο κρασί, ο αζύμωτος δηλαδή χυμός των σταφυλιών, ο οποίος λέγεται και γλεύκος. Πριν χρησιμοποιήσετε το μούστο, χρειάζεται προηγουμένως να τον καθαρίσετε. Βάλτε τον σε ανοξείδωτη ή εμαγιέ κατσαρόλα. Δέστε μέσα σε διπλό τουλπάνι τη στάχτη και βάλτε τη μέσα στο μούστο. Βράστε τον 10΄ λεπτά περίπου κι αφήστε τον να σταθεί 12 ώρες. Περάστε τον από λεπτή σίτα στρωμένη με τουλπάνι και μετρήστε τον. Για κάθε κούπα θα χρειασθείτε 2 κουταλιές αλεύρι. Βάλτε το αλεύρι σε τηγάνι με βαρύ πάτο και καβουρντίστε το ελαφρά, ανακατεύοντας συνεχώς, επάνω σε χαμηλή φωτιά. Διαλύστε το αλεύρι σε λίγο μούστο και βάλτε τον υπόλοιπο στη φωτιά να βράσει. Ρίξτε μέσα το διαλυμένο αλεύρι ανακατεύοντας ζωηρά, για να μη σβολιάσει και βράστε τη μουσταλευριά, ώσπου να διαυγάσει και να δέσει. Βάλτε τη σε μπολάκια ή σε βαθιά πιάτα. Πασπαλίστε την επιφάνεια με καρύδια και κανέλα. Εάν κάνετε τη μουσταλευριά με νισεστέ, δε χρειάζεται να τον καβουρντίσετε. Μπορείτε ακόμη, να κάνετε τη μουσταλευριά με κορν φλάουρ ή με ψιλό σιμιγδάλι. Η πατροπαράδοτη όμως μουσταλευριά, γίνεται με αλεύρι απ' όπου και τ' όνομά της.
    ΣΗΜΕΙΩΣΗ:Μούστο μπορείτε να κάνετε μόνη σας, πολτοποιώντας τα σταφύλια σ' ένα ξύλινο γουδί και σουρώνοντάς τα, για να πάρετε το χυμό τους. Βράστε το χυμό και αφαιρέστε τον αφρό που σχηματίζεται στην επιφάνεια. ΄Οσο ο μούστος συμπυκνώνεται, τόσο πιο γλυκιά θα γίνεται η μουσταλευριά

    Λαϊκές Παραδόσεις

    Όλοι οι χωρικοί περιμένανε με ανυπομονησία τον ερχομό ή το τέλος (ανάλογα: πεδινά ή ορεινά) του καλοκαιριού, που θα ωρίμαζαν τα σταφύλια.
                    Οι μέρες του τρύγου ήταν ημέρες χαράς. Όπου να γύριζες το κεφάλι σου, τις ημέρες εκείνες θα έβλεπες παντού κόσμο να τρυγάει. Ακονισμένα τα κλαδευτήρια για να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Οι σωστοί τρυγητές, όταν έκοβαν το σταφύλι και πριν το ρίξουν στο κοφίνι, το έλεγχαν καλά και αφαιρούσαν τυχόν ξερές ρόγες. Οι συγγενικές οικογένειες συνεργάζονταν κι αλληλοβοηθούνταν, για να τελειώνουν μια ώρα γρηγορότερα. Μετά την ολοκλήρωση του τρύγου, μπαίναμε στο ληνό (πατητήρι), για να πατήσουμε τα σταφύλια. Το δάπεδο του ληνού ήταν λίγο κατηφορικό, για φεύγει ευκολότερα ο μούστος και να πέφτει από μια μεγάλη τρύπα στο πολέμι (ένα αβαθές πηγάδι, το πολύ 4 μέτρα, με ολοστρόγγυλο άνοιγμα και με καθολική επάλειψη από τσιμέντο. Στο κέντρο του πάτου του είχε ένα βαθούλωμα γύρω στα 20 εκατοστά. Εκεί μέσα έμπαινε εύκολα η μπότσα  και δεν άφηνε καθόλου υπόλοιπο μούστου στο πολέμι. Στο σπίτι, τα καδιά τα άδειαζαν στα "πατήρια" ή σε μεγάλες κάδες -κατασκευασμένες από ξύλο βελανιδιάς, καστανιάς ή πεύκου, από ειδικούς βαρελοποιούς.

                    Μόλις τελείωνε το πάτημα, άρχιζε το στροφίλιασμα των υπολειμμάτων των πατημένων σταφυλιών. Τα κατάλοιπα των σταφυλιών κράταγαν πολύ μούστο και γι' αυτό πέρναγαν απ' αυτή τη δοκιμασία. Τα έβαζαν τμηματικά στη στροφιλιά. Ήταν μια ειδική μηχανή για αυτή τη δουλειά, που λειτουργούσε ως εξής: τη γεμίζανε με τα πατημένα, πολτοποιημένα σταφύλια και μ' έναν απλό μηχανισμό την κλείνανε με ένα βαρύ μαντεμένιο καπάκι. Στη συνέχεια με έναν σιδερένιο μοχλό, σφίγγανε τη στροφιλιά και χυνόταν από τα πλάγια ο μούστος. Όταν έβλεπαν ότι σταμάταγε τελείως να βγαίνει μούστος, τότε τα κατάλοιπα, τα τσίπουρα τα έβαζαν στην άκρη. Προηγουμένως είχαν καθαρίσει καλά τα καδιά, τις κάδες, τα κρασοβάρελα και τα είχαν γεμίσει με νερό για να "φουσκώσει" το ξύλο και να κλείσουν τυχόν χαραμάδες. Οι μερακλήδες μάλιστα απολύμαιναν με θειάφι τα βαρέλια τους, τα έπλεναν και τα έτριβαν με κλαδιά μυρσινιάς για να αποκτήσουν το άρωμά της. Τα βαρέλια επίσης που κατά την προηγούμενη χρονιά το κρασί τους είχε ξινίσει, τα έβαζαν στο εσωτερικό τους φωτιά με "σπίρτο" και στη συνέχεια έτριβαν το κάρβουνο, για να μην ξινίσει και το καινούργιο τους κρασί. Στη μεταφορά του μούστου τον πρώτο λόγο τον είχαν οι αγωγιάτες. Αυτοί είχαν στη δούλεψή τους γέρα ζώα, άλογα ή μουλάρια, γιατί τα φορτώνανε πολύ. Ο μούστος έπρεπε να μεταφερθεί, όταν ήταν έτοιμος, γιατί αν έμενε πολύ άρχιζε να βράζει. Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, οι αγωγιάτες περιφέρονταν, περιμένοντας να κληθούν για κάποια μεταφορά τέτοια ή παρόμοια.
                    Από την πρώτη κιόλας μέρα οι νοικοκυραίοι "κρασοτραβούσαν" ένα μέρος του μούστου -το εύστοχα επονομαζόμενο "πατατράβα"- για να φτιάξουν το κοκκινέλι και τη ρετσίνα. Τον μούστο αυτόν τον έβαζαν σε καδιά και τον άφηναν μέχρι να κατασταλάξει. Στη συνέχεια τον έβαζαν μέσα σε βαρέλια και σ' αυτά που προόριζαν για ρετσίνα έβαζαν και την ανάλογη ποσότητα ρετσίνης πεύκου. Τα πώματα των βαρελιών αυτών τα άφηναν για αρκετές μέρες μισάνοιχτα -το κρασί βράζει για σαράντα μέρες περίπου- στη συνέχεια τα έκλειναν αεροστεγώς και το μεν κοκκινέλι μπορούσαν να το καταναλώνουν αμέσως τη δε ρετσίνα την άνοιγαν μόνον κατά την περίοδο των Χριστουγέννων. Τα υπόλοιπα σταφύλια που έμεναν στις κάδες ή στα πατήρια, οι νοικοκυραίοι συνέχιζαν να τα πατούν πρωί και βράδυ για οκτώ περίπου ημέρες. Την τελευταία μέρα άφηναν τον μούστο να κατασταλάξει και στη συνέχεια κρασοτραβούσαν. Άνοιγαν τον μπύρο, έβαζαν στην τρύπα σμιριά για να στραγγίζει το κρασί που το συγκέντρωναν μέσα σε μπακιρένια καζάνια. Από εκεί το έβαζαν σε ειδικά κρασοβάρελα και, όπως προηγουμένως, άφηναν την τρύπα μισάνοιχτη, μέχρι να σταματήσει η βράση του κρασιού, ενώ για λίγες μέρες έβγαζαν από λίγο κρασί, για να μην ξινίσει ολόκληρο το βαρέλι. Το κρασί αυτό ήταν το μπρούσκο ή μαύρο και με τέτοιο ήταν γεμάτα τα βαρέλια στα κατώια όλων των σπιτιών, εκείνα τα χρόνια. Οι έμπειροι νοικοκυραίοι, επειδή γνώριζαν την ευαισθησία του κρασιού, φρόντιζαν ώστε οι αποθήκες τους να μην έχουν καθόλου σχεδόν φως -δεν έκαναν παράθυρα ή τα κατασκεύαζαν πολύ μικρά, να είναι καθαρές και γενικά πρόσεχαν κάθε λεπτομέρεια, αφού γνώριζαν για παράδειγμα ότι με την ύπαρξη και μόνο, στον ίδιο χώρο, ενός δοχείου με ξίδι, υπήρχε ο κίνδυνος να ξινίσουν όλα τα κρασιά της αποθήκης.
                    Μετά τα αλλεπάλληλα κρασοτραβήγματα, τα υπολείμματα των σταφυλιών -τα "τσίπ'ρα" όπως τα έλεγαν- τα σκέπαζαν μέσα στις κάδες με σμιριές για να μην ξεθυμαίνει το σπίρτο για ένα μήνα περίπου. Μετά τα μετέφεραν με τα καδιά στα καζάνια, όπου τα "τσιπ'ρόβραζαν".
                    Η μέτρηση του μούστου γινόταν με τη μπότσα, που χώραγε 3 οκάδες. Η μπότσα ήταν μαντεμένια για να είναι βαριά και να βουλιάζει εύκολα μέσα στο μούστο και να γεμίζει. Μετράγανε μια-μια τις μπότσες, όταν τις άδειαζαν στα ασκιά.
                    Το πάτημα των σταφυλιών ήταν σκέτο πανηγύρι και για τον παιδόκοσμο. Μπαίνανε μέσα στο ληνό και διαγωνίζονταν μεταξύ τους.
                    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Λαϊκές Παραδόσεις - ΑΒΔΟΥΛΟΣ ΣΤ. - Εκδ. Φιλίστωρ


    Κρασί

    Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

    Κόκκινο κρασί
    Το κρασί (επίσης οίνος) είναι ένα αλκοολούχο ποτό προϊόν της ζύμωσης των σταφυλιών ή του χυμού τους (μούστος). Ποτά παρεμφερή του κρασιού παράγονται επίσης από άλλα φρούτα ή άνθη ή σπόρους, αλλά η λέξη κρασί από μόνη της σημαίνει πάντα κρασί από σταφύλια.
    Το κρασί είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για διάφορους λόγους. Είναι αφενός ένα δημοφιλές ποτό που συνοδεύει και ενισχύει ένα ευρύ φάσμα ευρωπαϊκών και μεσογειακών γεύσεων, από τις πιο απλές και παραδοσιακές ως τις πιο σύνθετες και αφετέρου αποτελεί σημαντικό γεωργικό προϊόν που αντικατοπτρίζει την ποικιλία του εδάφους και το κλίμα ενός τόπου. Το κρασί χρησιμοποιείται επίσης σε θρησκευτικές τελετές σε πολλούς πολιτισμούς ενώ το εμπόριο κρασιού είναι ιστορικής σπουδαιότητας για πολλές περιοχές.

    Ιστορικά στοιχεία

    Το αμπέλι, από το οποίο προέρχεται το κρασί έχει σύμφωνα με τους παλαιοντολόγους, προϊστορία πολλών εκατομμυρίων ετών. Πριν ακόμα από την εποχή των παγετώνων ευδοκιμούσε στην πολική ζώνη, κυρίως στην Ισλανδία, στη Βόρεια Ευρώπη αλλά και τη βορειοδυτική Ασία. Οι παγετώνες περιόρισαν σημαντικά την εξάπλωσή του και επέβαλαν κατά κάποιο τρόπο την γεωγραφική απομόνωση πολλών ποικιλιών, μέρος των οποίων εξελίχθηκαν και σε διαφορετικά είδη. Στην πορεία των χρόνων, διάφοροι πληθυσμοί άγριων αμπέλων μετακινήθηκαν προς θερμότερες ζώνες, κυρίως προς την ευρύτερη περιοχή του νοτίου Καυκάσου. Στην περιοχή αυτή, μεταξύ Ευξείνου Πόντου, Κασπίας θάλασσας και Μεσοποταμίας, γεννήθηκε το είδος Αμπελος η οινοφόρος (λατ. Vitis vinifera). Οι διαφορετικές ποικιλίες αυτού του είδους καλλιεργούνται και σήμερα.

    Λευκό κρασί
    Η διαδικασία της αμπελουργίας εικάζεται πως έχει τις ρίζες της στην αγροτική επανάσταση και τη μόνιμη εγκατάσταση πληθυσμών με σκοπό την καλλιέργεια, χρονολογείται δηλαδή γύρω στο 5000 π.Χ. Από τους πρώτους γνωστούς αμπελοκαλλιεργητές θεωρούνται οι αρχαίοι Πέρσες, οι Σημιτικοί λαοί και οι Ασσύριοι. Μεταγενέστερα οι γνώσεις αμπελουργίας και οινοποιίας μεταφέρθηκαν στους Αιγύπτιους, τους λαούς της Φοινίκης και τους πληθυσμούς της Μικρασίας και του Ελλαδικού χώρου.
    Οι Αρχαίοι Έλληνες έπιναν το κρασί αναμειγνύοντας το με νερό, σε αναλογία συνήθως 1:3 (ένα μέρος οίνου προς τρία μέρη νερού). Διέθεταν ειδικά σκεύη τόσο για την ανάμειξη (κρατήρες) όσο και για την ψύξη του. Η πόση κρασιού που δεν είχε αναμειχθεί με νερό ("άκρατος οίνος") θεωρείτο βαρβαρότητα και συνηθιζόταν μόνο από αρρώστους ή κατά τη διάρκεια ταξιδιών ως τονωτικό. Διαδεδομένη ήταν ακόμα η κατανάλωση κρασιού με μέλι καθώς και η χρήση μυρωδικών. Η προσθήκη αψίνθου στο κρασί ήταν επίσης γνωστή μέθοδος (αποδίδεται στον Ιπποκράτη και αναφέρεται ως "Ιπποκράτειος Οίνος") όπως και η προσθήκη ρητίνης.
    Ο τρόπος παραγωγής του κρασιού σε παλαιότερες εποχές δεν διέφερε ουσιαστικά από τις σύγχρονες πρακτικές. Είναι αξιοσημείωτο πως σώζονται ως τις μέρες μας κείμενα του Θεόφραστου, τα οποία περιέχουν πληροφορίες γύρω από τους τρόπους καλλιέργειας. Οι Έλληνες γνώριζαν την παλαίωση του κρασιού, την οποία επιτυγχάναν μέσα σε θαμμένα πιθάρια, σφραγισμένα με γύψο και ρετσίνι. Το κρασί εμφιαλωνόταν σε ασκούς ή σε σφραγισμένους πήλινους αμφορείς, αλειμμένους με πίσσα για να μένουν στεγανοί.
    Το εμπόριο των ελληνικών κρασιών απλωνόταν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο μέχρι την ιβηρική χερσόνησο και τον Εύξεινο πόντο και αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες. Σε αρκετές πόλεις υπήρχαν ειδικοί νόμοι ώστε να εξασφαλίζεται η ποιότητα του κρασιού, αλλά και ενάντια στον ανταγωνισμό και τις εισαγωγές. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η νομοθεσία της Θάσου, σύμφωνα με την οποία πλοία με ξένο κρασί που πλησίαζαν το νησί θα έπρεπε να δημεύονται. Χαρακτηριστικό ήταν το κρασί Δένθις (ίσως το αρχαιότερο κρασί με ονομασία προέλευσης), που παρήγετο στην Δενθαλιάτιδα Χώρα (σημερινή περιοχή Αλαγονίας). Όπως αναφέρει ο Αλκμάν, το περίφημο κρασί Δένθις, ήταν άπυρος οίνος ανθοσμίας (Αλκμάν παρ’ Αθηναίω και Ησύχιος: Ι.31).
    Οι Ρωμαίοι ήρθαν σε επαφή με το κρασί από τους Έλληνες αποίκους και τους γηγενείς Ετρούσκους και επιδόθηκαν επίσης στην αμπελοκαλλιέργεια. Με την κατάρρευση της Ρώμης και τις μεταναστεύσεις των λαών η αμπελουργία γνώρισε περίοδο ύφεσης. Σε κάποιες περιοχές η αμπελουργία εγκαταλείφθηκε για αιώνες. Σημαντικό ρόλο στην διάσωση της οινοποιίας είχαν οι κληρικοί και μοναχοί, που χρειάζονταν το κρασί για τελετουργικούς σκοπούς. Την εποχή του Καρλομάγνου και του Μεσαίωνα, η τέχνη του κρασιού γνώρισε ξανά άνθιση.
    Στο Βυζαντινή Αυτοκρατορία, οι μεγαλύτερες εκτάσεις γης ανήκαν στην εκκλησιαστική περιουσία και οι μοναχοί επωμίστηκαν την καλλιέργεια των αμπελιών καθώς και την παραγωγή του κρασιού. Αυτή την περίοδο μάλιστα πρέπει να εγκαταλείφθηκε και η πρακτική της ανάμειξης του κρασιού με νερό.
    Στη Δύση, την ίδια περίοδο, η τέχνη του κρασιού γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Το 16ο αιώνα είχε εξαπλωθεί στην Ισπανία αλλά και στη Γαλλία. Την εποχή αυτή προωθούνται και αρκετές τεχνικές καινοτομίες, όπως η χρήση γυάλινης φιάλης και φελλού. Επιπλέον γίνεται γνωστή η παρασκευή αφρώδους οίνου (όπως για παράδειγμα η σαμπάνια, που αποδίδεται στον Γάλλο βενεδικτίνο μοναχό Περινιόν).

    [Επεξεργασία] Οινοποιία


    Ποικιλία σταφυλιού
    Οι ρώγες του σταφυλιού, που αποτελεί και την πρώτη ύλη του κρασιού, περιέχουν σάκχαρα, οργανικά οξέα και νερό (πάνω από 70%). Η περιεκτικότητα σε αυτές τις ουσίες εξαρτάται κάθε φορά από την ποικιλία, το υπέδαφος, τις κλιματικές συνθήκες, αλλά και από την χρονική στιγμή της ωρίμανσης του σταφυλιού. Μετά την διαδικασία του τρύγου (συγκομιδής), ακολουθεί η γλευκοποίηση, η διαδικασία δηλαδή κατά την οποία εξάγεται το γλεύκος (ή συνήθως μούστος) από το σταφύλι. Για την έκθλιψη του μούστου χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι, συνηθέστερα με χρήση ειδικών μηχανημάτων που λειτουργούν συνθλίβοντας το σταφύλι ανάμεσα σε περιστρεφόμενους κυλίνδρους. Κατά τη γλευκοποίηση, επιβάλλεται η αφαίρεση των κοτσανιών (αποβοστρύχωση) του σταφυλιού, καθώς είναι επιζήμια τόσο για την γεύση του τελικού κρασιού, όσο και για την υγεία του καταναλωτή.

    Ποικιλία μαύρου σταφυλιού
    Στη συνέχεια ακολουθεί η τελική διαδικασία της ζύμωσης. Το οινόπνευμα που περιέχει το κρασί παράγεται από τα σάκχαρα του μούστου με την αντίδραση της αλκοολικής ζύμωσης, που επιτελείται από ειδικά ένζυμα, τις ζυμάσες των ζυμομυκήτων. Οι ζυμομύκητες υπάρχουν αδρανοποιημένοι στο φλοιό των σταφυλιών και καθώς έρχονται σε επαφή με το μούστο, πολλαπλασιάζονται και επιτελούν τη ζύμωση. Εκτός από αιθυλική αλκοόλη παράγεται και διοξείδιο του άνθρακα αλλά και μια σειρά δευτερευόντων προϊόντων και ενώσεων με καθοριστική σημασία πολλές φορές για την ποιότητα του οίνου. Η διαδικασία της ζύμωσης διαρκεί συνήθως 8-25 ημέρες. Είναι σύνηθες, να παρατείνεται ή να διακόπτεται η ζύμωση με τεχνητά μέσα, κυρίως μέσω της διατήρησης της θερμοκρασίας σε χαμηλά ή υψηλά επίπεδα αντίστοιχα. Ο χρόνος της ζύμωσης είναι καθοριστικός για το κρασί που θα παραχθεί τελικά. Επιπλέον γίνεται συνήθως λόγος για λευκή και ερυθρή οινοποίηση, ανάλογα με το χρώμα του παραγόμενου κρασιού.
    Ιδιαίτερη αξία έχει τέλος και η διαδικασία ωρίμανσης του κρασιού. Θεωρείται γενικά πως ένα κρασί γίνεται καλύτερο όσο παλιώνει, ωστόσο διαφορετικά είδη κρασιού χαρακτηρίζονται και από διαφορετική διάρκεια ζωής. Επιπλέον ένα κρασί μπορεί να υποστεί και γήρανση, οπότε και δεν πρέπει να καταναλώνεται. Κύρια επιδίωξη αποτελεί στην πράξη η αργή και ελεγχόμενη οξείδωση του κρασιού. Η διάρκεια της ωρίμανσης του ποικίλλει και συνήθως κυμαίνεται από μερικούς μήνες έως λίγα χρόνια. Γενικά ελάχιστα κρασιά έχουν διάρκεια ζωής άνω των 50 ή 100 ετών, ενώ τα περισσότερα φθάνουν στην ποιοτική τους κορύφωση εντός μερικών χρόνων.

    Ονοματοδοσία και ταξινόμηση


    Αμπελώνας
    Τα κρασιά είτε ονομάζονται από την ποικιλία σταφυλιών τους είτε από τον τόπο παραγωγής τους. Ιστορικά, τα κρασιά από την Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και τη Γερμανία ονομάστηκαν αποκλειστικά από την ποικιλία σταφυλιών τους, ενώ κρασιά από τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία ή την Ελλάδα προσδιορίστηκαν κυρίως από το γεωγραφικό τόπο παραγωγής τους.
    Σημαντικό διακριτικό κάθε κρασιού είναι και το χρώμα του. Τα κρασιά διακρίνονται γενικά σε λευκά, κόκκινα και ροζέ. Είναι λανθασμένη η γενικευμένη άποψη πως το χρώμα του σταφυλιού καθορίζει και το χρώμα του κρασιού. Στην πραγματικότητα οι χρωστικές ουσίες του σταφυλιού περιέχονται στα στερεά μέρη του (στέμφυλα) και επομένως το χρώμα του σταφυλιού παρέχει το χρώμα του κρασιού μόνο αν και τα στερεά του μέρη συμμετέχουν στην διαδικασία της ζύμωσης. Ο μούστος τόσο των κόκκινων όσο και των ανοιχτόχρωμων ποικιλιών διαθέτει το ίδιο ανοιχτό χρώμα. Έτσι, κόκκινο κρασί παράγεται από ποικιλίες κόκκινων (ή μαύρων) σταφυλιών με την προϋπόθεση ότι τα στερεά τους μέρη συμμετέχουν στη ζύμωση, ενώ λευκά κρασιά μπορούν να παραχθούν από οποιαδήποτε ποικιλία εφόσον τα στερεά μέρη των σταφυλιών διαχωριστούν στη διαδικασία της ζύμωσης. Τα ροζέ κρασιά, παράγονται όπως και τα κόκκινα, με τη διαφορά ότι τα στερεά μέρη των σταφυλιών παραμένουν στη ζύμωση για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, συνήθως μικρότερο από μία ημέρα.
    Τα κρασιά ταξινομούνται ακόμα με το έτος της συγκομιδής σταφυλιών (τρύγος). Συνήθως παράγονται από σταφύλια της συγκομιδής ενός έτους και χρονολογούνται με βάση το έτος αυτό.
    Επιπλέον υπάρχουν κάποιες ειδικές κατηγορίες κρασιών όπως είναι ο αφρώδης οίνος, ο οποίος περιέχει και το διοξείδιο του άνθρακα ("ανθρακικό") που παράγεται κατά τη διάρκεια της ζύμωσης. Το διοξείδιο αυτό δεν εισάγεται επιπρόσθετα στο μπουκάλι εμφιάλωσης, όπως γίνεται στα αναψυκτικά καθώς αυτή η μέθοδος απαγορεύεται. Για τον εγκλωβισμό του διοξειδίου στη φιάλη χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι, είτε μέσω της εμφιάλωσης του κρασιού πριν ολοκληρωθεί η ζύμωση, είτε μέσω της ολοκλήρωσης της ζύμωσης σε αεροστεγείς δεξαμενές. Εκλεκτότερο παράδειγμα αφρώδους οίνου είναι η γαλλική Σαμπάνια.
    Τα κρασιά μπορούν να ταξινομηθούν επίσης ως ξηρά, γλυκά ή ημίγλυκα. Η γλυκύτητα των κρασιών μπορεί να μετρηθεί κατά τη διαδικασία της συγκομιδής αν και στην πράξη καθορίζεται από το ποσό της ζάχαρης που παραμένει στο κρασί μετά από τη ζύμωση. Έτσι, το ξηρό κρασί δεν περιέχει υπόλοιπο ζάχαρης.

    Ποικιλίες κρασιών

    • Ποικιλίες που καλλιεργούνται διεθνώς:
    Κόκκινα κρασιά
    Λευκά κρασιά
    • Chardonnay - Γαλλία, Καλιφόρνια, Αυστραλία, Ελλάδα
    • Chablis - Γαλλία
    • Frascati - Ιταλία
    • Gewurztraminer - Γαλλία (Αλσατία), Γερμανία, Σλοβακία
    • Liebfraumilch - Γερμανία
    • Pinot Gris/Pinot Grigio - Γαλλία, Ιταλία, Όρεγκον
    • Pouilly-Fuissé - Γαλλία
    • Riesling - Γαλλία (Αλσατία), Γερμανία
    • Sauvignon Blanc - Γαλλία, Καλιφόρνια, Νέα Ζηλανδία, Ελλάδα
    • Soave - Ιταλία
    Αφρώδης οίνος
    • Champagne - Γαλλία
    • Cava - Ισπανία
    • Prosecco - Ιταλία
    • Sekt - Γερμανία, Σλοβακία
    Στην Ελλάδα, κύριες αμπελοοινικές περιοχές είναι η Πελοπόννησος, η Κρήτη, η Στερεά Ελλάδα και Εύβοια, η Μακεδονία και η Θράκη. Σημαντικές αμπελουργικές εκτάσεις υπάρχουν επίσης στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, στα Δωδεκάνησα και στη Θεσσαλία.
    • Ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ελλάδα:
    Από κόκκινα σταφύλια







      Από λευκά σταφύλια







        Δεν υπάρχουν σχόλια:

        Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...