Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Μοιρολόι της Παναγίας



Κρήτη
Κάτω στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στοῦ Κυρίου τὸν τάφο
κάθετ᾿ ἡ Κερὰ Παναγιά, τὴν προσευχή της κάνει.
Θωρεῖ τὸν Ἰωάννη τζη κι εἶναι βαργιὰ κλαμένος.
Ἴντά ῾χῃς Ἰωάννη μου κ᾿ εἶσαι βαργιὰ κλαμένος;
Ὁ Δάσκαλός σου σ᾿ ἔδειρε γιὰ τὸ χαρτί σου χάνεις;
Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, στόμα νὰ σοῦ μιλήσω
δὲν ἔχω χεροπάλαμα τὸν τόπο νὰ σοῦ δείξω.
Θωρεῖς το ῾κεῖνο τὸ βουνό, τὸ μαυροφορεμένο;
Ἐκειὰ τὸν ἔχουν τὸ Χριστό, μπιστάγκωνα δεμένο.
Κι ἡ Παναγιὰ ὡς τ᾿ ἄκουσε ἔπεσε λιγωμένη,
ῥοδόσταμο τῆς χύσανε ὥστε νὰ συνεφέρει.
Κι ἀπήτις ἐσυνήφερε κι ἔφερεν τὰ σωστά τζη,
καλεῖ τσὶ δύο γειτόνισσες δίδει τσῆ μιᾶς λιβάνι
καὶ τσ᾿ ἄλλης δίδει θυμιατὸ νὰ πά᾿ νὰ ῾δεῖ ἴντα κάνει.
Δῶστε μου μένα θυμιατό, δῶστε μου τὸ λιβάνι
καὶ ῾γὼ ποὺ τὸν ἐγέννησα θὰ πά᾿ νὰ δῶ ἴντα κάνει.
Στὴ στράτα ποὺ πηγαίνανε, στὴ στράτα ποὺ διαβαίνουν
θωρεῖ τσὶ πόρτες σφαλιχτὲς καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα.
Ἄνοιξε πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καὶ πόρτα τοῦ Τζελάτη
κι ἡ πόρτα ᾿ποὺ τὸ φόβο τζη ἄνοιξε μοναχὴ τζη.
Θωρεῖ τσ᾿ Ἀγγέλους ἐκειδὰ καὶ τὸ Μονογενῆ τζη.
- Κατέβα γιέ μου ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ νὰ σὲ γλυκοφιλήσω.
- Δὲν κατεβαίνω μάνα μου, γιατὶ εἶμαι σταυρωμένος·
σέρσου μάνα στὸ σπίτι σου, σέρσου καὶ στὴ δουλειά σου,
μὰ ῾γὼ τὸ Μέγα Σάββατο, θὰ ἔρθω μὲ τσ᾿ Ἀγγέλους,
ποὺ λειτουργοῦνε οἱ ἐκκλησὲς καὶ ψάλλουν οἱ παπάδες,
ποὺ βάνουν οἱ γραμματικοὶ νερὸ στὰ καλαμάρια.
-Ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ γκρεμιστῶ, ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ δώσω·
ποὖναι μαχαίρι νὰ σφαγῶ, ν᾿ ἀδικοθανατώσω.
- Μάνα, μὴ σύρῃς στὸ σφαγμὸ νὰ σφάζουνται οἱ μανάδες,
καὶ κάμε τὴν παρηγοριὰ νὰ τήνε κάμουν κι ἄλλες.
Πήγαινε μάνα σπίτι μας νὰ στρώσεις τὸν σοφρᾶ σου,
νὰ φᾶνε οἱ πεινασμένοι μας, νὰ πιοῦν οἱ διψασμένοι,
νὰ φᾶς καὶ σὺ μανούλα μου ποὔχεις καρδιὰ καμένη.
Ὅποιος τὸ λέει σώνεται, ὅποιος τ᾿ ἀκούει ἁγιάζει,
κι ὅποιος τὰ κολοφουγκράζεται, παράδεισο θὰ λάβει,
παράδεισο καὶ λίβανο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Τάφο,
ποὺ τὸν ἀφέντη τὸν Χριστὸ κι ὅπου πονεῖ θὰ γιάνει.



(Ψάλλετε κάθε Μεγάλη Παρασκευή από Μαυροφορεμένες κοπέλες που συμβολίζουν την Παναγία και τις Μυροφόρες)  
 
Η Παναγιά εκάθουντου επάνω στο θρονί της
δριμύ φωνή της σύρανε για το Μονογενή της.
Επιάσανε το τέκνο της επιάσαν το παιδί της.
Η Παναγιά ως τ’ άκουσε έπεσε λιγωμένη
σταμνιά νερό τση χύσανε ως το να συνηφέρει.
Κι απις εποσυνήφερε κι ήρθε στο λοϊσμό τση,
παίρνει τση δυο γειτόνισσες τσι πιο καλύτερές τση,
και παίρνει η μια το θυμιατό κι η άλλη το λιβάνι
και παίρνουν και πηγαίνουνε να πα να δουν τι κάνει
και παίρνουν και πηγαίνουνε εις του Ληστή την πόρτα.
Θωρεί τσι πόρτες σφαλιχτές και τα κλειδιά παρμένα
και τα πορτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Παίζει τση πόρτας μια λαχτιά, μέσα και πέρα πάει
κι άνθρωπο δεν εγνώρισε μόνο τον Αϊ- Γιάννη   
Ε, Αϊ-Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή Κυρίου
δεν είδες με το τέκνο μου και το βαφτιστικό σου;
-Δεν έχω μάθια να σε δω στόμα να σου μιλήσω
ούτε και χεροπάλαμα για να σου τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνο το χλωμό τον παραπονεμένο
όπου φορεί ποκάμισο στο αίμα βουτημένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι
κι όπου φορεί στη μέση του το τρίχινο ζωνάρι;
Εκείνο’ ναι το τέκνο μου και με ο Βαφτιστικός μου.
Η Παναγιά ως τ’ άκουσε έπεσε λιγωμένη
ροδόσταμο τση χύνανε ως το να συνηφέρει.
Κι απίτις εσυνήφερε κι ήρθε στο λοϊσμό της,
ζητεί μαχαίρι να σφαγή γκρεμό να πα να δώσει
ζητεί και κακοθάνατο να κακοθανατώση.
-Να πάρεις το στρατί, στρατί να πας εις το θρονί σου
να κάμεις τη μετάνοια σου και η την προσευχή σου.
Βάλε νερό στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
να κάμεις την παρηγοριά για να την κάμουν κι άλλοι.
Παρισταμένη στο Σταυρό η Πάναγνος Μαρία,
η Θεοτόκος Δέσποινα και του παντός Κυρία      
Βλέπω μαχαίρι ξαφνικό και μπήκε στην καρδιά μου
να χάσω τον ανάθρεψα που ’ταν παρηγοριά μου.
Η Μάρθα η Μαγδαληνή εσίμωσε κοντά Του,
σκύφτει φιλεί τους πόδας Του κι ακούει τη λαλιά Του.
Διψώ και δώστε μου νερό τα χείλη μου να γράνω
κι η γλώσσα μου ξεράθηκε εις τον Σταυρόν επάνω.    
Μανάδες που ’χετε παιδιά ελάτε κλάψετέ με
το τέκνο μου σταυρώσανε παρηγορήσετέ με.
Ω τέκνο μου γλυκύτατο πολυαγαπημένο
δεν δύναμαι να σε θωρώ πως σ ’έχουν ποδωμένο.
Ω τέκνο μου γλυκύτατο πολυβασανισμένο
σε μαύρο τάφο σ’ έβαλαν κι είσαι αραχνιασμένο.
Ω ουρανοί και ποταμοί και βρύσες ξεραθείτε,
όρη λαγκάδια και βουνά όλα ξεριζωθείτε 
Ω ουρανοί χαλάσετε πλακώσετε τη μάνα
που δια πίκρες και καημούς τη γέννησε η Άννα.
Κι η Αγία Ελένη παίρνανε θωρεί τη στο τραπέζι:
-Ποιος είδε τέκνο στο Σταυρό και μάνα στο τραπέζι;
-Άψαλτη κι αλειτούργητη να’ ναι η Αγια Ελένη
που δεν επαρηγόρησες τη μάνα την καημένη. 
 

Η Σταύρωσης του Χριστού


Κάτω στα Γεροσόλυμα  εις του Χριστού τον τάφο
εκειά δεντρό δεν ήτανε, δεντρί εφανερώθη .
Το δέντρο ήταν ο Χριστός κι οι κλών’ οι Αποστόλοι
τα παρακλωναρίδια του ήσαν οι μαρτυριές του, 
που μαρτυρούν κι ελέγανε για του Χριστού τα πάθη:
-Χριστέ μ’ όντε σε πιάσανε οι σκύλ’ οι Ιουδαίοι
κι’ επέψαν τον παράνομο, το σκύλο των Οβραίο
να πα να κάμει δυο καρφιά……
κι εκείνος ο παράνομος, πιάνει και κάνει πέντε
-Βάλε τα δυο ‘ς τα πόδια ντου, τα δυο ‘ς τα δυο ντου χέρια
κι εκείνο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του.
Κι η Δέσποινα, ως τα’ άκουσε απομένει λιγωμένη.
 Σταμνιά νερό τση γέρνανε, σιγλιά – σιγλιά το μόσκο
και τρία το ροδόσταμο, το νου τζη για να φέρει
κι απής το νου τζη κι’ έφερεν  κι απής το λογικό τζη
εστάθη ανατολικά και κάνει το σταυρό τζη:
-Όσοι αγαπάτε το Χριστό και του Χριστού τη μάνα,
ούλοι να μ’ ακλουθήξετε τση πονεμένης μάνας.
Άλλες δε τζ’ ακλουθήξανε όξω –ν-οι τρεις παρθένες,
η Μάρθα κι’ η Μαγδαληνή, τ’ Αγιού Λαζαρ’ η μάνα
και παίρνει τσι και πηαίνουνε εις του Ληστή τσι πόρτες.
Βρίσκου τζι πόρτες σφαλιχτές και τα κλειδιά παρμένα
και τα πορτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Παίζου τζη πόρτας μια λαχτέ, μέσα και όξω δίδει.
Θωρούν κουτσούς θωρούν στραβούς χίλιες μιλλιουνιάδες
κι άλλο δεν εγνωρίσανε όξω τον Άη Γιάννη.
-Άη μου Γιάννη, Πρόδρομε και Βαφτιστή του γυιού μου,
ποιόν είν’ εμέν’ το τέκνο μου κι εσέν’ ο Δάσκαλός σου;
Θωρείς το κείνο το χλωμό, το παραπονεμένο,
 απού βαστά στη χέραν του καρφιά να σου καρφώξη
κι απού βαστά στην άλλη του χολή να σου ποτίσει;
Εκείνο ειν’ το τέκνο σου κι εμεν’ ο Δάσκαλός μου!
-Κι αν είν’ γκρεμός να γκρεμιστώ κι ανεκορφάς να δώσω
κι αν είν’ μαχαίρι δίστομο, να κακοθανατώσω !......
Μάνα μην κάμης άδικο να κάνουν οι μανάδες
και πάρε το στρατί-στρατί και άμε στο κελί σου
και βάψε το μαντήλι σου και κόψε το μαλλί σου
βάλε κρασίν εις το γυαλί, ψωμίν εις το μαντήλι
και κράξε τσι γειτόνισσες να σε παρηγορήσουν
και κράξε τα ορφανά παιδιά να φαν’ να μακαρίσουν. 

 

ΤΑ ΕΓΚΩΜΙΑ

ΤΑ ΕΓΚΩΜΙΑ

(Τὰ ἐγκώμια συνήθως δὲν ψάλλονται ὅλα, ἀλλὰ χάριν συντομίας παραλείπονται πολλὰ ἐξ αὐτῶν. Ἐνταῦθα γίνεται πλήρης παράθεσίς των).

ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

Ἦχος πλ. α´.

Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ, καὶ Ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν.
Ἡ ζωὴ πῶς θνήσκεις; πῶς καὶ τάφῳ οἰκεῖς; τοῦ θανάτου τὸ βασίλειον λύεις δέ, καὶ τοῦ ᾍδου τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾷς.
Μεγαλύνομέν σε, Ἰησοῦ Βασιλεῦ, καὶ τιμῶμεν τὴν Ταφὴν καὶ τὰ Πάθη σου· δι᾿ ὧν ἔσωσας ἡμᾶς ἐκ τῆς φθορᾶς.
Μέτρα γῆς ὁ στήσας, ἐν σμικρῷ κατοικεῖς, Ἰησοῦ παμβασιλεῦ τάφῳ σήμερον, ἐκ μνημάτων τοὺς θανέντας ἀνιστῶν.
Ἰησοῦ Χριστέ μου, Βασιλεῦ τοῦ παντός, τί ζητῶν τοῖς ἐν τῷ ᾍδῃ ἐλήλυθας; ἢ τὸ γένος ἀπολῦσαι τῶν βροτῶν;
Ὁ Δεσπότης πάντων, καθορᾶται νεκρός, καὶ ἐν μνήματι καινῷ κατατίθεται, ὁ κενώσας τὰ μνημεῖα τῶν νεκρῶν.
Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ, καὶ θανάτῳ σου τὸν θάνατον ὤλεσας, καὶ ἐπήγασας τῷ Κόσμῳ τὴν ζωήν.
Μετὰ τῶν κακούργων, ὡς κακοῦργος Χριστέ, ἐλογίσθης δικαιῶν ἡμᾶς ἅπαντας, κακουργίας τοῦ ἀρχαίου πτερνιστοῦ.
Ὁ ὡραῖος κάλλει, παρὰ πάντας βροτούς, ὡς ἀνείδεος νεκρὸς καταφαίνεται, ὁ τὴν φύσιν ὡραΐσας τοῦ παντός.
ᾍδης πῶς ὑποίσει, Σῶτερ παρουσίαν τὴν σήν, καὶ μὴ θᾶττον συνθλασθείη σκοτούμενος, ἀστραπῆς φωτός σου αἴγλῃ ἐκτυφλωθείς;
Ἰησοῦ γλυκύ μοι, καὶ σωτήριον φῶς, τάφῳ πῶς ἐν σκοτεινῷ, κατακέκρυψαι; ὢ ἀφάτου, καὶ ἀῤῥήτου ἀνοχῆς!
Ἀπορεῖ καὶ φύσις, νοερὰ καὶ πληθύς, ἡ ἀσώματος Χριστὲ τὸ μυστήριον, τῆς ἀφράστου καὶ ἀῤῥήτου σου ταφῆς.
Ὢ θαυμάτων ξένων! ὢ πραγμάτων καινῶν! ὁ πνοῆς μοι χορηγὸς ἄπνους φέρεται, κηδευόμενος χερσὶ τοῦ Ἰωσήφ.
Καὶ ἐν τάφῳ ἔδυς, καὶ τῶν κόλπων Χριστέ, τῶν πατρῴων οὐδαμῶς ἀπεφοίτησας· τοῦτο ξένον καὶ παράδοξον ὁμοῦ.
Ἀληθὴς καὶ πόλου, καὶ τῆς γῆς Βασιλεύς, εἰ καὶ τάφῳ σμικροτάτῳ συγκέκλεισαι, ἐπεγνώσθης πάσῃ κτίσει Ἰησοῦ.
Σοῦ τεθέντος τάφῳ, πλαστουργέτα Χριστέ, τὰ τοῦ ᾍδου ἐσαλεύθη θεμέλια, καὶ μνημεῖα ἠνεῴχθη τῶν βροτῶν.
Ὁ τὴν γῆν κατέχων, τῇ δρακὶ νεκρωθείς, σαρκικῶς ὑπὸ τῆς γῆς νῦν συνέχεται, τοὺς νεκροὺς λυτρῶν τῇς ᾍδου συνοχῆς.
Ἐκ φθορᾶς ἀνέβης, ἡ ζωή μου Σωτήρ, σοῦ θανόντος καὶ νεκροῖς προσφοιτήσαντος, καὶ συνθλάσαντος τοῦ ᾍδου τοὺς μοχλούς.
Ὡς φωτὸς λυχνία, νῦν ἡ σὰρξ τοῦ Θεοῦ, ὑπὸ γῆν ὡς ὑπὸ μόδιον κρύπτεται, καὶ διώκει τὸν ἐν ᾍδῃ σκοτασμόν.
Νοερῶν συντρέχει, στρατιῶν ἡ πληθύς, Ἰωσὴφ καὶ Νικοδήμῳ συστεῖλαί σε, τὸν ἀχώρητον ἐν μνήματι σμικρῷ.
Νεκρωθεὶς βουλήσει, καὶ τεθεὶς ὑπὸ γῆν, ζωοβρύτα Ἰησοῦ μου ἐζώωσας, νεκρωθέντα παραβάσει με πικρᾷ.
Ἠλλοιοῦτο πᾶσα, κτίσις πάθει τῷ σῷ· πάντα γάρ σοι Λόγε συνέπασχον, συνοχέα σε γινώσκοντα παντός.
Τῆς ζωῆς τὴν πέτραν, ἐν κοιλίᾳ λαβών, ᾍδης ὁ παμφάγος ἐξήμεσεν, ἐξ αἰῶνος οὓς κατέπιε νεκρούς.
Ἐν καινῷ μνημείῳ, κατετέθης Χριστέ, καὶ τὴν φύσιν τῶν βροτῶν ἀνεκαίνισας, ἀναστὰς θεοπρεπῶς ἐκ τῶν νεκρῶν.
Ἐπὶ γῆς κατῆλθες, ἵνα σώσῃς Ἀδάμ· καὶ ἐν γῇ μὴ εὑρηκὼς τοῦτον Δέσποτα, μέχρις ᾍδου κατελήλυθας ζητῶν.
Συγκλονεῖται φόβῳ, πᾶσα Λόγε ἡ γῆ, καὶ Φωσφόρος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, τοῦ μεγίστου γῇ κρυβέντος σου φωτός.
Ὡς βροτὸς μὲν θνῄσκεις, ἑκουσίως Σωτήρ, ὡς Θεὸς δὲ τοὺς θνητοὺς ἐξανέστησας, ἐκ μνημάτων καὶ βυθοῦ ἁμαρτιῶν.
Δακρυῤῥόους θρήνους, ἐπὶ σὲ ἡ Ἁγνή, μητρικῶς ὦ Ἰησοῦ ἐπιῤῥαίνουσα, ἀνεβόα· Πῶς κηδεύσω σε Υἱέ;
Ὥσπερ σίτου κόκκος, ὑποδὺς κόλπους γῆς, τὸν πολύχουν ἀποδέδωκας ἄσταχυν, ἀναστήσας τοὺς βροτοὺς τοὺς ἐξ Ἀδάμ.
Ὑπὸ γῆν ἐκρύβης, ὥσπερ ἥλιος νῦν, καὶ νυκτὶ τῇ τοῦ θανάτου κεκάλυψαι· ἀλλ᾿ ἀνάτειλον φαιδρότερον Σωτήρ.
Ὡς ἡλίου δίσκον, ἡ σελήνη Σωτήρ, ἀποκρύπτει, καὶ σὲ τάφος νῦν ἔκρυψεν, ἐκλιπόντα τοῦ θανάτου σαρκικῶς.
Ἡ ζωὴ θανάτου, γευσαμένη Χριστός, ἐκ θανάτου τοὺς βροτοὺς ἠλευθέρωσε, καὶ τοῖς πᾶσι νῦν δωρεῖται τὴν ζωήν.
Νεκρωθέντα πάλαι, τὸν Ἀδὰμ φθονερῶς, ἐπανάγεις πρὸς ζωὴν τῇ νεκρώσει σου, νέος Σῶτερ ἐν σαρκὶ φανεὶς Ἀδάμ.
Νοεραί σε τάξεις, ἡπλωμένον νεκρόν, καθορῶσαι δι᾿ ἡμᾶς ἐξεπλήττοντο, καλυπτόμεναι ταῖς πτέρυξι Σωτήρ.
Καθελών σε Λόγε, ἀπὸ ξύλου νεκρόν, ἐν μνημείῳ Ἰωσὴφ νῦν κατέθετο· Ἀλλ᾿ ἀνάστα σῴζων πάντας ὡς Θεός.
Τῶν Ἀγγέλων Σῶτερ, χαρμονὴ πεφυκώς, νῦν καὶ λύπης τούτοις γέγονας αἴτιος, καθορώμενος σαρκὶ ἄπνους νεκρός.
Ὑψωθεὶς ἐν ξύλῳ, καὶ τοὺς ζώντας βροτούς, συνυψοῖς· ὑπὸ τὴν γῆν δὲ γενόμενος, τοὺς κειμένους δ᾿ ὑπ᾿ αὐτὴν ἐξανιστᾷς.
Ὥσπερ λέων Σῶτερ, ἀφυπνώσας σαρκί, ὥς τις σκύμνος ὁ νεκρὸς ἐξανίστασαι, ἀποθέμενος τὸ γῆρας τῆς σαρκός.
Τὴν πλευρὰν ἐνύγης, ὁ πλευρὰν εἰληφώς, τοῦ Ἀδὰμ ἐξ ἧς τὴν Εὔαν διέπλασας, καὶ ἐξέβλυσας κρουνοὺς καθαρτικούς.
Ἐν κρυπτῷ μὲν πάλαι, θύεται ὁ Ἀμνός· σὺ δ᾿ ὑπαίθριος τυθεὶς ἀνεξίκακε, πᾶσαν κτίσιν ἀπεκάθηρας Σωτήρ.
Τίς ἐξείποι τρόπον, φρικτὸν ὄντως καινόν; ὁ δεσπόζων γὰρ τῆς Κτίσεως σήμερον, πάθος δέχεται, καὶ θνήσκει δι᾿ ἡμᾶς.
Ὁ ζωῆς ταμίας, πῶς ὁρᾶται νεκρός; ἐκπληττόμενοι οἱ Ἄγγελοι ἔκραζον· πῶς δ᾿ ἐν μνήματι συγκλείεται Θεός;
Λογχονύκτου Σῶτερ, ἐκ πλευρᾶς σου ζωήν, τῇ ζωῇ τῇ ἐκ ζωῆς ἐξωσάσῃ με, ἐπιστάζεις καὶ ζωοῖς με σὺν αὐτῇ.
Ἁπλωθεὶς ἐν ξύλῳ, συνηγάγω βροτούς· τὴν πλευράν σου δὲ νυγεὶς τὴν ζωήῤῥητον, πᾶσιν ἄφεσιν πηγάζεις Ἰησοῦ.
Ὁ εὐσχήμων Σῶτερ, σχηματίζει φρικτῶς, καὶ κηδεύει ὡς νεκρὸν εὐσχημόνως σε, καὶ θαμβεῖταί σου τὸ σχῆμα τὸ φρικτόν.
Ὑπὸ γῆν βουλήσει, κατελθὼν ὡς θνητός, ἐπανάγεις ἀπὸ γῆς πρὸς οὐράνια, τοὺς ἐκεῖθεν πεπτωκότας Ἰησοῦ.
Κἂν νεκρὸς ὡράθης, ἀλλὰ ζῶν ὡς Θεός, ἐπανάγεις ἀπὸ γῆς πρὸς οὐράνια, τοὺς ἐκεῖθεν πεπτωκότας Ἰησοῦ.
Κἂν νεκρὸς ὡράθης, ἀλλὰ ζῶν ὡς Θεός, νεκρωθέντας τοὺς βροτοὺς ἀνεζώωσας, τὸν ἐμὸν ἀπονεκρώσας νεκρωτήν.
Ὢ χαρᾶς ἐκείνης! ὢ πολλῆς ἡδονῆς! ἧς περ τοὺς ἐν ᾍδῃ πεπλήρωκας, ἐν πυθμέσι φῶς ἀστράψας ζοφεροῖς.
Προσκυνῶ τὸ Πάθος, ἀνυμνῶ τὴν Ταφήν, μεγαλύνω σου τὸ κράτος Φιλάνθρωπε, δι᾿ ὧν λέλυμαι παθῶν φθοροποιῶν.
Κατὰ σοῦ ῥομφαία, ἐστιλβοῦτο Χριστέ, καὶ ῥομφαία ἰσχυροῦ μὲν ἀμβλύνεται, καὶ ῥομφαία δὲ τροποῦται τῆς Ἐδέμ.
Ἡ Ἀμνὰς τὸν Ἄρνα, βλέπουσα ἐν σφαγῇ, ταῖς αἰκίσι βαλλομένη ἠλάλαζε, συγκινοῦσα καὶ τὸ ποίμνιον βοᾶν.
Κἂν ἐνθάπτῃ τάφῳ, κἂν εἰς ᾍδου μολῇς, ἀλλὰ Σῶτερ καὶ τοὺς τάφους ἐκένωσας, καὶ τὸν ᾍδην ἀπεγύμνωσας Χριστέ.
Ἑκουσίως Σῶτερ, κατελθὼν ὑπὸ γῆν, νεκρωθέντας τοὺς βροτοὺς ἀνεζώωσας, καὶ ἀνήγαγες ἐν δόξῃ πατρικῇ.
Τῆς Τριάδος ὁ εἷς, ἐν σαρκὶ δι᾿ ἡμᾶς, ἐπονείδιστον ὑπέμεινε θάνατον· φρίττει ἥλιος, καὶ τρέμει δὲ ἡ γῆ.
Ὡς πικρᾶς ἐκ κρήνης, τῆς Ἰούδα φυλῆς, οἱ ἀπόγονοι ἐν λάκκῳ κατέθεντο, τὸν τροφέα μανναδότην Ἰησοῦν.
Ὁ Κριτὴς ὡς κριτός, πρὸ Πιλάτου κριτοῦ, καὶ παρίστατο καὶ θάνατον ἄδικον, κατεκρίθη διὰ ξύλου σταυρικοῦ.
Ἀλαζὼν Ἰσραήλ, μιαιφόνε λαέ, τί παθὼν τὸν Βαραββᾶν ἠλευθέρωσας; τὸν Σωτῆρα δὲ παρέδωκας Σταυρῷ;
Ὁ χειρί σου πλάσας, τὸν Ἀδὰμ ἐκ τῆς γῆς, δι᾿ αὐτὸν τῇ φύσει γέγονας ἄνθρωπος, καὶ ἐσταύρωσαι βουλήματι τῷ σῷ.
Ὑπακούσας Λόγε, τῷ ἰδίῳ Πατρί, μέχρις ᾍδου τοῦ δεινοῦ καταβέβηκας, καὶ ἀνέστησας τὸ γένος τῶν βροτῶν.
Οἴμοι φῶς τοῦ Κόσμου! οἴμοι φῶς τὸ ἐμόν! Ἰησοῦ μου ποθεινότατε ἔκραζεν, ἡ Παρθένος θρηνῳδοῦσα γοερῶς.
Φθονουργέ, φονουργέ, καὶ ἀλάστορ λαέ, κἂν σινδόνας καὶ αὐτὸ τὸ σουδάριον, αἰσχύνθητι, ἀναστάντος τοῦ Χριστοῦ.
Δεῦρο δὴ μιαρέ, φονευτὰ μαθητά, καὶ τὸν τρόπον τῆς κακίας σου δεῖξόν μοι, δι᾿ ὃν γέγονας προδότης τοῦ Χριστοῦ.
Ὡς φιλάνθρωπός τις, ὑποκρίνῃ μωρέ, καὶ τυφλὲ πανωλεθρότατε ἄσπονδε, ὁ τὸ μύρον πεπρακὼς διὰ τιμῆς.
Οὐρανίου μύρου, ποίαν ἔσχες τιμήν; τοῦ τιμίου τί ἐδέξω ἀντάξιον; λύσσαν εὗρες καταρώτατε Σατάν.
Εἰ φιλόπτωχος εἶ, καὶ τὸ μύρον λυπῇ, κενουμένου εἰς ψυχῆς ἱλαστήριον, πῶς χρυσῷ ἀπεμπολεῖς τὸν Φωταυγῆ;
Ὢ Θεὲ καὶ Λόγε, ὦ χαρὰ ἡ ἐμή, πῶς ἐνέγκω σου ταφὴν τὴν τριήμερον; νῦν σπαράττομαι τὰ σπλάγχνα μητρικῶς.
Τίς μοι δώσει ὕδωρ, καὶ δακρύων πηγάς, ἡ Θεόνυμφος Παρθένος ἐκραύγαζεν, ἵνα κλαύσω τὸν γλυκύν μου Ἰησοῦν;
Ὢ βουνοὶ καὶ νάπαι, καὶ ἀνθρώπων πληθύς, κλαύσατε καὶ πάντα θρηνήσατε, σὺν ἐμοὶ τῇ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Μητρί.
Πότε ἴδω Σῶτερ, σὲ τὸ ἄχρονον φῶς, τὴν χαρὰν καὶ ἡδονὴν τῆς καρδίας μου; ἡ Παρθένος ἀνεβόα γοερῶς.
Κἂν ὡς πέτρα Σῶτερ, ἡ ἀκρότομος σὺ, κατεδέξω τὴν τομήν, ἀλλ᾿ ἐπήγασας, ζῶν τὸ ῥεῖθρον, ὡς πηγὴ ὢν τῆς ζωῆς.
Ὡς ἐκ κρήνης μιᾶς, τὸν διπλοῦν ποταμόν, τῆς πλευρᾶς σου προχεούσης ἀρδόμενοι, τὴν ἀθάνατον καρπούμεθα ζωήν.
Θέλων ὤφθης Λόγε, ἐν τῷ τάφῳ νεκρός, ἀλλὰ ζῇς, καὶ τοὺς βροτοὺς ὡς προείρηκας, ἀναστάσει σου Σωτήρ μου ἐγερεῖς.

Δόξα. Τριαδικόν.

Ἀνυμνοῦμεν Λόγε, σὲ τὸν πάντων Θεόν, σὺν Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ σου Πνεύματι, καὶ δοξάζομεν τὴν θείαν σου Ταφήν.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε ἁγνή, καὶ τιμῶμεν τὴν Ταφὴν τὴν τριήμερον, τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ ἡμῶν πιστῶς.

Καὶ πάλιν τὸ πρῶτον Τροπάριον.

Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ, καὶ Ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν.
Συναπτὴ μικρὰ καὶ ἐκφώνησις. Ὅτι εὐλόγηταί σου τὸ ὄνομα, καὶ δεδόξασταί σου ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νῦν, καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Καὶ θυμιάσαντος τοῦ Ἱερέως, ἀρχόμεθα τῆς δευτέρας στάσεως.

ΤΑ ΕΓΚΩΜΙΑ

(Συνήθως δὲν ψάλλονται ὅλα, ἀλλὰ γιὰ συντομία παραλείπονται πολλὰ ἀπ᾿ αὐτά. Ἐδῶ παραθέτονται ὅλα).

ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

Ἦχος πλ. α´.

Ἐσύ, Χριστέ, ποὺ εἶσαι ἡ ζωὴ τῶν πάντων, κατατέθηκες σὲ τάφο, καὶ οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις γέμιζαν ἀπὸ ἔκπληξη, δοξάζουσαι τὴν ἄφατη ταπείνωση καὶ συγκατάβασή σου.
Ἐσὺ ἡ ζωοπάροχη ἀρχὴ τοῦ κόσμου, μὲ ποιό τρόπο πεθαίνεις; Πῶς κατοικεῖς σ᾿ ἕνα μικρὸ τάφο; Μὲ τὴν ἄπειρή σου δύναμη ἀφανίζεις τὸ βασίλειο τοῦ θανάτου καὶ ἀνασταίνεις τοὺς νεκροὺς ποὺ κρατοῦνταν δέσμιοι στὸν ᾅδη.
Σὲ δοξάζουμε, Ἰησοῦ βασιλέα, καὶ τιμοῦμε τὴν ταφὴ καὶ τὰ ἅγια πάθη σου, γιατὶ μ᾿ αὐτὰ μᾶς λύτρωσες ἀπὸ τὴν τυραννία τῆς φθορᾶς.
Ἐσύ, ποὺ ἔστησες τὰ μέτρα πάνω στὰ ὁποῖα κτίστηκε ἡ γῆ, κατοικεῖς, Ἰησοῦ παμβασιλέα, σὲ ἕνα μικρὸ μνημεῖο, ἀνασταίνοντας μαζί σου τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τὰ μνήματα.
Ἰησοῦ Χριστέ μου, ὁ βασιλιὰς τοῦ παντός, τί ζητοῦσες ὅταν κατέβηκες στὸν ᾅδη; Ἢ μήπως γιὰ νὰ ἐλευθερώσεις τὸ γένος τῶν θνητῶν;
Ὁ Δεσπότης ὅλων θεωρεῖται νεκρός, κείμενος σ᾿ ἕναν καινούργιο τάφο, αὐτὸς ποὺ ἄδειασε (μὲ τὴν ἀνάστασή του) τὰ μνημεῖα τῶν νεκρῶν.
Ἐσύ, Χριστέ, ποὺ εἶσαι ἡ ζωὴ τῶν πάντων, κατατέθηκες σὲ τάφο καὶ μὲ τὸ θάνατό σου ἀφάνισες τὸ θάνατο καὶ ἔγινες γιὰ τὸν κόσμο πηγὴ ἄφθαρτης ζωῆς.
Μαζὶ μὲ τοὺς κακούργους συγκαταλέχθηκες καὶ σύ, Χριστέ, δικαιώνοντας (συγχωρώντας) ὅλους ἐμᾶς ἀπὸ τὴν κακουργία τοῦ ἀρχαίου ἀπατεώνα (τοῦ διαβόλου, ποὺ ἐλάκτισε τοὺς πρωτόπλαστους μὲ τὴν παρακοὴ).
Αὐτός, ποὺ ὑπερβαίνει σὲ ὀμορφιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, φαίνεται τώρα νεκρὸς μὲ ἄσχημη μορφή, ὁ Θεὸς ποὺ στόλισε τὰ πάντα μὲ τόση ὀμορφιά.
Ὁ ᾅδης πῶς θὰ ὑποφέρει, Σωτήρα μου, τὴ δική σου παρουσία καὶ δὲ θὰ συντριβεῖ γρήγορα σκοτεινιασμένος καὶ τυφλὸς ἀπὸ τὴ φωτεινὴ αἴγλη τῆς ἀστραπῆς τῆς θείας σου ἐνέργειας;
Ἰησοῦ, ποὺ εἶσαι τὸ γλυκὸ καὶ σωτήριο φῶς μου, πῶς εἶσαι τώρα κρυμμένος σὲ τάφο σκοτεινό; Ὤ πόσο ἄφατη κι ἀνέκφραστη εἶναι ἡ ἀνοχή σου γιὰ μᾶς!
Ἀποροῦν ἡ νοερὰ φύση καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀσωμάτων Δυνάμεων, Χριστέ, τὸ μυστήριο τῆς ἄφραστης καὶ ἄρρητης θείας σου ταφῆς.
Ὤ θαύματα ξένα καὶ παράδοξα! Ὤ πράγματα καινοφανὴ καὶ πρωτόγνωρα! Αὐτὸς ποὺ μοῦ ἔδωσε τὴν πνοή, τώρα εἶναι ὁ ἴδιος χωρὶς πνοή, κηδευόμενος ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ἰωσήφ.
Καὶ στὸ μνῆμα μπῆκες καὶ τῶν πατρικῶν σου κόλπων ποτὲ δὲν ἀποχωρίστηκες, Χριστέ. Αὐτὸ εἶναι ἀληθινὰ ξένο καὶ παράδοξο μαζί.
Ἰησοῦ, σ᾿ ὁλόκληρη τὴν κτίση φανερώθηκες ἀληθινὸς βασιλιὰς καὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, παρὰ τὸ ὅτι ἔχεις κλειστεῖ σὲ ἕνα μικρότατο μνημεῖο.
Ὅταν ἐσύ, πλαστουργὲ Χριστέ, τέθηκες στὸν τάφο, τὰ θεμέλια τοῦ ᾅδη σαλεύτηκαν καὶ ἀνοίχτηκαν τὰ μνημεῖα τῶν νεκρῶν.
Αὐτὸς ποὺ περικλείει τὴ γῆ στὴν παλάμη του, ἀφοῦ νεκρώθηκε κατὰ τὴ σάρκα του (τὸ σῶμα του) κρατεῖται κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, λυτρώνοντας τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τὴν κράτηση τοῦ ᾅδη.
Ἡ ζωή μου ἀνέβηκε (ἀπαλλάχτηκε) ἀπὸ τὴ φθορά, Σωτήρ, ὅταν ἐσὺ ἀπέθανες καὶ ἐπισκέφθηκες τοὺς νεκρούς, συντρίψας τοῦ ᾅδη τοὺς μοχλούς.
Σὰν λυχνάρι φωτὸς ἡ σάρκα (τὸ σῶμα) τοῦ Χριστοῦ τοποθετεῖται τώρα κάτω ἀπὸ τὸ μόδιο (κάδο ποὺ μετροῦν τὰ σιτηρὰ), κι ἀφανίζει τὰ σκοτάδια τῶν νεκρῶν στὸν ᾅδη.
Τὸ πλῆθος τῶν νοερῶν στρατιῶν (οἱ ἀγγέλοι) τρέχει μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ Νικόδημο νὰ σὲ βάλουν, τὸν ἀχώρητο, σ᾿ ἕνα μνῆμα μικρό.
Νεκρωθεὶς μὲ τὴ θέλησή σου καὶ τεθεὶς κάτω ἀπὸ τὴ γῆ (στὸ μνῆμα), ἐσύ, Σωτήρ μου, ποὺ ἀναβλύζεις ζωή, σ᾿ ἐμένα ποὺ νεκρώθηκα μὲ τὴν παράβασή μου, ἐνέσταξες νάματα ζωῆς.
Μὲ τὸ πάθος σου, Λόγε, ὁλόκληρη ἡ κτίση ἀλλοιώνετο (ἄλλαζε ὄψη) καὶ ὅλα ἔπασχαν μαζί σου, ἀναγνωρίζοντάς σε συνοχέα τοῦ παντὸς (αὐτὸν ποὺ συγκρατεῖ καὶ συνέχει τὰ πάντα).
Ὁ παμφάγος ᾅδης, ὅταν δέχτηκε στὴν κοιλία του τὴν πέτρα τῆς ζωῆς (τὸν Χριστὸ), ἐξέρασε ὅλους ὅσους κατάπιε ἀπὸ παλαιά.
Σὲ καινούργιο τάφο κατατέθηκες, Χριστέ, καὶ τὴ φύση τῶν θνητῶν ἀνακαίνισες, ἀφοῦ ἀναστήθηκες ἐκ τῶν νεκρῶν θεοπρεπῶς.
Κατέβηκες στὴ γῆ, Κύριε, γιὰ νὰ σώσεις τὸν Ἀδάμ, καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸν βρῆκες ἐκεῖ, κατῆλθες μέχρι τὸ σκοτεινὸ βασίλειο τοῦ ᾅδη, ἀναζητώντας αὐτόν.
Ὁλόκληρη ἡ γῆ συγκλονιζόταν ἀπὸ φόβο, Λόγε, καὶ ὁ ἥλιος τὶς ἀκτίνες του ἀπέκρυψε, μιᾶς καὶ τὸ μέγιστό σου φῶς κρύφτηκε κάτω ἀπὸ τὴ γῆ (τὸν τάφο).
Ὡς ἄνθρωπος μὲν ἑκούσια πεθαίνεις, Σωτήρ, ὡς Θεὸς ὅμως ἀνέστησες τοὺς θνητοὺς ἀπὸ τὰ μνήματα καὶ ἀπὸ τὸ βάθος τῶν ἁμαρτημάτων τους.
Ἡ ἁγνὴ Μητέρα σου, ὦ Ἰησοῦ, σὲ ράντιζε μὲ θρήνους γεμάτους ἀπὸ δάκρυα, βοώντας· πῶς θὰ μπορέσω, Υἱέ μου, νὰ σὲ κηδεύσω;
Ὅπως ὁ κόκκος τοῦ σίτου θάβεται στοὺς κόλπους τῆς γῆς (γιὰ νὰ βλαστήσει μετὰ), ἔτσι κι ἐσύ, ἐνταφιασθείς, ἀπέδωσες πλουσιότατο στάχυν, ἀναστήσας ὅλους τοὺς βροτοὺς τοὺς ἐξ Ἀδάμ.
Κρύφτηκες κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, Σωτήρ, ὅπως κρύβεται ὁ ἥλιος, καὶ ἔχεις καλυφθεῖ τώρα ἀπὸ τὴ νύχτα τοῦ θανάτου· ὅμως ἀνάτειλε λαμπρότερα διὰ τῆς ἀναστάσεὼς σου.
Ὅπως ἡ σελήνη ἀποκρύπτει τὸ δίσκο τοῦ ἥλιου (ὅταν συμβαίνει ἔκλειψη), ἔτσι καὶ Σένα ἔκρυψε τώρα ὁ τάφος καὶ ἔπαθες σωματικὴ ἔκλειψη διὰ τοῦ θανάτου σου.
Ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ζωή, ἀφοῦ γεύτηκε τὸ θάνατο, ἐλευθέρωσε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ δώρησε σὲ ὅλους τὴ ζωή.
Τὸν Ἀδάμ, ποὺ παλαιὰ νεκρώθηκε ἀπὸ φθόνο (τοῦ διαβόλου), ἐπαναφέρεις στὴ ζωὴ μὲ τὴ νέκρωσή σου, Σωτήρ, ἀφοῦ φανερώθηκες στὴ σάρκα σου νέος ἐξ οὐρανοῦ Ἀδάμ.
Οἱ νοερὲς τάξεις τῶν ἀγγέλων, βλέποντάς σε ξαπλωμένο νεκρὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας, γέμιζαν ἀπὸ ἔκπληξη, καλυπτόμενες μὲ τὶς φτεροῦγες τους, Σωτήρ.
Ἀφοῦ σὲ κατέβασε ἀπὸ τὸ ξύλο νεκρό, Λόγε, ὁ Ἰωσὴφ σὲ κατέθεσε τώρα σὲ μνημεῖο. Ἀλλ᾿ ἀνάστα καὶ σῶσε ὅλους ὡς Θεός.
Σωτήρα μου, ἐσὺ ποὺ εἶσαι τῶν Ἀγγέλων ἡ χαρά, τώρα ἔγινες αἰτία λύπης γι᾿ αὐτούς, ποὺ σὲ βλέπουν νεκρὸ στὴ σάρκα σου, χωρὶς πνοή.
Μὲ τὴν ἀνύψωσή σου στὸ ξύλο, συνανύψωσες καὶ τοὺς ζῶντες βροτοὺς (ἀνθρώπους). Καὶ μὲ τὴν κατάθεσή σου κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, ἀνέστησες ὅσους ἦταν θαμμένοι σ᾿ αὐτήν.
Ἀφοῦ κοιμήθηκες σωματικά, Σωτήρ, ὅπως κοιμᾶται ὁ λέων, σὰν μικρὸ λιοντάρι ἐγείρεσαι ἐσὺ ὁ νεκρός, ἀπορρίπτοντας τὴ γηρασμένη σάρκα σου (τὸ παθητὸ τῆς φύσεως).
Τρυπήθηκες τὴν πλευρὰ ἐσύ, ὁ ὁποῖος πῆρες τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἐξ αὐτῆς διαμόρφωσες τὴν Εὔα, καὶ ἀνέβλυσες (ἀπὸ τὴν τρυπηθείσα πλευρά σου), νάματα καθαρτικὰ ἁμαρτιῶν.
Παλαιὰ μὲν ὁ πασχάλιος ἀμνὸς θυσιαζόταν στὰ κρυφά· ἐσὺ ὅμως, ἀνεξίκακε Σωτήρ, θυσιασθεὶς σὲ χῶρο ἀνοικτό, καθάρισες ὁλόκληρη τὴν κτίση ἀπὸ τὴν ἀσχήμια τῆς φθορᾶς.
Ποιός μπορεῖ νὰ περιγράψει τὴ φρικτὴ καὶ πράγματι καινοφανὴ συμπεριφορά; Αὐτὸς ποὺ κυριαρχεῖ στὴν κτίση σήμερα δέχεται τὸ πάθος καὶ πεθαίνει γιὰ μᾶς (γιὰ τὴ σωτηρία μας).
Αὐτὸς ποὺ κατέχει καὶ χειρίζεται τὴ ζωὴ πῶς παρουσιάζεται τώρα νεκρός; Ἔκραζαν οἱ ἄγγελοι ἐκπληττόμενοι· πῶς περιορίζεται σὲ μνῆμα ὁ Θεός;
Ἀπὸ τὴν πλευρά σου, Σωτήρ μου, ποὺ τρυπήθηκε ἀπὸ τὴ λόγχη, ἐπιστάζεις ζωὴ στὴ Ζωὴ (τὴν Εὔα), ποὺ μὲ ἐξόρισε ἀπὸ τὴ ζωὴ (τοῦ Παραδείσου διὰ τῆς παρακοῆς της), καὶ μὲ ζωογονεῖς μαζί της.
Ὅταν ἁπλώθηκες στὸ ξύλο (τὸ σταυρὸ), μάζεψες κοντά σου τοὺς ἀνθρώπους· ὅταν δὲ τρυπήθηκες τὴ ζωήρρυτη πλευρά σου, πηγάζεις σὲ ὅλους ἄφεση ἁμαρτημάτων, Ἰησοῦ.
Ὁ εὐσχήμων (Ἰωσὴφ), Σωτήρ μου, μὲ δέος ἑτοιμάζει τὸ νεκρὸ σῶμα σου καὶ σὲ κηδεύει εὐλαβῶς, μένοντας ἔκθαμβος ἀπὸ τὴ μορφή σου, ποὺ ἐμπνέει θάμβος ἱερό.
Κατελθὼν μὲ τὴ βούλησή σου κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, ὡς θνητός, ἐπαναφέρεις ἀπὸ τὴ γῆ στὰ οὐράνια, ἐκείνους ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ ἐκεῖ, Ἰησοῦ.
Ἂν καὶ ἐθεάθης νεκρός, ὅμως, ὡς ζῶν ἀληθινὸς Θεός, ἐπαναφέρεις ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανό, στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκείνους, Ἰησοῦ, ποὺ ἀπὸ ῾κεῖ εἶχαν ἐκπέσει.
Ἂν καὶ ἐθεάθης νεκρός, ὅμως, ὡς ζῶν ἀληθινὸς Θεός, ἀναζωογόνησες τοὺς βροτοὺς ποὺ νεκρώθηκαν (διὰ τῆς παρακοῆς), νεκρώνοντας συγχρόνως καὶ αὐτόν, ποὺ μὲ νέκρωσε (τὸ διάβολο).
Ὤ τῆς χαρᾶς ἐκείνης! Ὤ τῆς μεγάλης ἡδονῆς! Μὲ τὶς ὁποῖες γέμισες τοὺς ἐν τῷ ᾅδῃ νεκρούς, ἀστράφτοντας φῶς στὰ ζοφερὰ ἔγκατα τῆς γῆς (ᾅδη).
Προσκυνῶ τὸ πάθος, ἀνυμνῶ τὴν ταφή, δοξάζων σου τὴ δύναμη, φιλάνθρωπε, διὰ τῶν ὁποίων ἀπαλλάχτηκα ἀπὸ τὰ πάθη τὰ φθοροποιά.
Ἐναντίον σου, Χριστέ, ἀκονιζόταν ἡ ρομφαία (ἡ σπάθη τῶν σταυρωτῶν) καὶ ταυτόχρονα ἡ ρομφαία τοῦ ἰσχυροῦ (διαβόλου) ἀμβλύνεται, καὶ νικᾶται ἡ ρομφαία (τοῦ ἀγγέλου), ποὺ φύλαγε τὴν πύλη τῆς Ἐδέμ.
Βλέπουσα ἡ ἀμνάδα (ἡ Θεοτόκος) τὸ ἀρνίο της (τὸν Χριστὸ) νὰ ὁδηγεῖται σὲ σφαγή, πληττομένη ἀπὸ τὰ καρφιὰ τῆς λύπης θρηνοῦσε γοερῶς, παρακινούσα καὶ τὸ ποίμνιο (τοὺς πιστοὺς) νὰ φωνάζει καὶ αὐτό.
Εἴτε θάβεσαι στὸν τάφο, εἴτε πορεύεσαι στὸν ᾅδη, Χριστέ, ἕνα εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι καὶ τοὺς τάφους ἄδειασες (ἀπὸ τοὺς νεκροὺς) καὶ τὸν ᾅδη ἀπεγύμνωσες ἀπὸ τὴ δύναμή του.
Ἀφοῦ κατῆλθες ἑκουσίως κάτω ἀπὸ τὴ γῆ (στὸ μνῆμα), ξανάδωσες ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ νεκρώθηκαν, καὶ τοὺς ἀνύψωσες στὴ δόξα τοῦ Πατρός.
Ὁ ἕνας τῆς Τριάδος (ὁ Λόγος) ὑπέμεινε γιὰ μᾶς στὴ σάρκα του θάνατον ἐπονείδιστο· φρίττει γιαυτὸ ὁ ἥλιος καὶ τρέμει ἡ γῆ.
Σὰν ἀπὸ κρήνη πικρή, τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, οἱ ἀπόγονοί της στὸ μνῆμα κατέθεσαν ἐκεῖνον, ποὺ τοὺς ἔδωσε τροφὴ τὸ μάννα στὴν ἔρημο.
Ὁ Κριτὴς τοῦ παντὸς (ὁ Χριστὸς) ὡς ὑπόδικος μπροστὰ στὸν κριτὴ (δικαστὴ) Πιλάτο στεκόταν καὶ ἄδικα κατακρίθηκε σὲ θάνατο σταυρικό.
Λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, φονικὲ καὶ ὑπερήφανε, τί σ᾿ ἔπιασε νὰ ἐλευθερώσεις τὸν Βαραββᾶ, τὸ δὲ Σωτήρα νὰ παραδώσεις στὸ σταυρό;
Ἐσύ, ποὺ μὲ τὸ χέρι σου ἔπλασες τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸ χῶμα, γιὰ χάρη του προσέλαβες τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ θεληματικὰ σταυρώθηκες.
Λόγε τοῦ Θεοῦ, ὑπακούοντας στὸ θέλημα τοῦ Πατρός, κατέβης μέχρι τὸ φοβερὸ ᾅδη, καὶ ἀνέστησες τὸ ἐκεῖ γένος τῶν βροτῶν (ἀνθρώπων).
Ἀλίμονό μου, φῶς τοῦ κόσμου! Ἀλίμονό μου, φῶς τὸ δικό μου! Ποθεινότατὲ μου Ἰησοῦ, ἡ Παρθένος ἔκραζε, θρηνωδούσα γοερῶς.
Φθονερέ, φονικὲ καὶ ἀσεβέστατε λαέ, ἂν μὴ τί ἄλλο νὰ ντραπεῖς τὰ σεντόνια καὶ αὐτὸ τὸ σουδάριο (νεκρικὸ κεφαλόδεσμο) τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν (Αὐτά, βρεθέντα ἄθικτα στὸ μνῆμα, ἀπέδειξαν περίτρανα τὴν ἀνάσταση, τὴν ὁποία ὅμως πεισματικὰ ἀρνήθηκαν ἐκεῖνοι).
Ἔλα λοιπόν, ἀκάθαρτε καὶ φονευτὴ μαθητή, νὰ μοῦ δείξεις τὴν αἰτία τῆς κακίας σου, γιὰ τὴν ὁποία ἔγινες προδότης τοῦ Χριστοῦ.
Σὰν φιλάνθρωπος τάχα ὑποκρίνεσαι, Ἰούδα, ἀνόητε καὶ τυφλέ, γεμάτε ἀπὸ ἐχθρότητα καὶ καταστροφικότητα, ἐσὺ ποὺ τὸ μύρο τοῦ Θεοῦ (τὸν Χριστὸ) πούλησες μὲ τιμή.
Τοῦ οὐρανίου μύρου (τοῦ Χριστοῦ) ποιά ἔλαβες τιμή; Τί δέχτηκες ἀντάξιο τοῦ ἀνεκτίμητου; Σὲ κυρίευσε λύσσα, τρισκατάρατε Σατανᾶ.
Ἂν εἶσαι πραγματικὰ φιλόπτωχος καὶ λυπᾶσαι γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ μύρου, ποὺ χύθηκε γιὰ ἐξιλέωση τῆς ψυχῆς (τῆς πόρνης γυναίκας), πῶς προδίδεις ἀντὶ χρυσοῦ αὐτόν, ποὺ παρέχει τὸ φῶς;
Ὤ Θεὲ καὶ Λόγε, ὢ γλυκιά μου χαρά, πῶς νὰ ὑποφέρω τὴν ταφή σου τὴν τριήμερη; Τώρα τὰ μητρικά μου σπλάγχνα σπαράσσονται ὀδυνηρά.
Ποιός θὰ μοῦ δώσει ὕδωρ καὶ δακρύων πηγές, ἡ θεόνυμφη Παρθένος κραύγαζε, γιὰ νὰ κλάψω τὸν γλυκύ μου Ἰησοῦ;
Ὤ βουνὰ καὶ νάπες (δασώσεις κοιλάδες) καὶ ἀνθρώπων πλήθη πολλὰ νὰ κλάψετε καὶ νὰ θρηνήσετε μαζί μου τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ σας.
Πότε θὰ δῶ, Σωτήρ μου, ἐσένα ποὺ εἶσαι τὸ ἄχρονο φῶς, ἡ χαρὰ καὶ ἡδονὴ τῆς καρδιᾶς μου; Ἡ Παρθένος ἀνεβόα γοερῶς.
Ἂν καὶ σὰν τὴ σκληρὴ κι ἀπότομη πέτρα (στὴν ἔρημο, τὴν ὁποία κτύπησε ὁ Μωυσῆς καὶ ἔτρεξαν ἄφθονα νερὰ), δέχτηκες νὰ κοπεῖ ἡ ζωή σου (ἐπάνω στὸ σταυρὸ), ἀλλ᾿ ὄντας πηγὴ τῆς ζωῆς, ἀνέβλυσες τὸ ρεῖθρο τῆς ἀθάνατης ζωῆς.
Ποτιζόμενοι ἀπὸ τὴν πλευρά σου, ποὺ σὰν μιὰ ἑνιαία κρήνη πηγάζει τὸ διπλὸ ποταμὸ (αἷμα καὶ ὕδωρ), γινόμαστε μέτοχοι τῆς ἀθάνατης ζωῆς.
Ἂν καὶ θέλοντας, Λόγε, ἐθεάθης στὸ μνῆμα νεκρός, ὅμως ζεῖς καί, ὅπως προεῖπες Σωτήρα μου, διὰ τῆς ἀναστάσεώς σου θὰ ἐγείρεις ἐκ τῶν τάφων τοὺς νεκρούς.

Δόξα. Τριαδικόν.

Ἀνυμνοῦμε, Λόγε, σὲ τῶν ὅλων Θεὸ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, καὶ δοξάζουμε τὴ θεία σου ταφή.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Σὲ μακαρίζουμε, Θεοτόκε ἁγνή, καὶ μὲ πίστη τιμᾶμε τὴν τριήμερη ταφὴ τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ μας.

Καὶ πάλιν τὸ πρῶτον Τροπάριον.

Ἐσύ, Χριστέ, ποὺ εἶσαι ἡ ζωὴ τῶν πάντων, κατατέθηκες σὲ τάφο, καὶ οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις γέμιζαν ἀπὸ ἔκπληξη, δοξάζουσαι τὴν ἄφατη ταπείνωση καὶ συγκατάβασή σου.
Συναπτὴ μικρὰ καὶ ἐκφώνησις. Ὅτι εὐλόγηταὶ σου τὸ ὄνομα, καὶ δεδόξασταί σου ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Καὶ θυμιάσαντος τοῦ Ἱερέως, ἀρχόμεθα τῆς δευτέρας στάσεως.

ΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

Ἦχος πλ. α´.

Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην, τὸν ἐν τῷ Σταυρῷ τὰς χεῖρας ἐκτείναντα, καὶ συντρίψαντα τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ.
Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν πάντων Κτίστην· τοῖς σοῖς γὰρ παθήμασιν ἔχομεν, τὴν ἀπάθειαν ῥυσθέντες τῆς φθορᾶς.
Ἔφριξεν ἡ γῆ, καὶ ὁ ἥλιος Σῶτερ ἐκρύβη, σοῦ τοῦ ἀνεσπέρου φέγγους Χριστέ, δύναντος ἐν τάφῳ σωματικῶς.
Ὕπνωσας Χριστέ, τὸν φυσίζωον ὕπνον ἐν τάφῳ, καὶ βαρέως ὕπνου ἐξήγειρας, τοῦ τῆς ἁμαρτίας, τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος.
Μόνη γυναικῶν, χωρὶς πόνον ἔτεκόν σε Τέκνον, πόνους δὲ νῦν φέρω πάθει τῷ σῷ, ἀφορήτους, ἔλεγεν ἡ Σεμνή.
Ἄνω σε Σωτήρ, ἀχωρίστως τῷ Πατρὶ συνόντα, κάτω δὲ νεκρὸν ἡπλωμένον γῇ, φρίττουσιν ὁρῶντα τὰ Σεραφίμ.
Ῥήγνυται ναοῦ, καταπέτασμα τῇ σῇ σταυρώσει, κρύπτουσι φωστῆρες Λόγε τὸ φῶς, σοῦ κρυβέντος Ἥλιε ὑπὸ γῆν.
Γῆς ὁ καταρχάς, μόνῳ νεύματι πήξας τὸν γύρον, ἄπνους ὡς βροτὸς καθυπέδυ γῆν· φρίξον τῷ θεάματι Οὐρανέ.
Ἔδυς ὑπὸ γῆν, ὁ τὸν ἄνθρωπον χειρί σου πλάσας, ἵν᾿ ἐξαναστήσῃς τοῦ πτώματος, τῶν βροτῶν τὰ στίφη, πανσθενεστάτῳ κράτει.
Θρῆνον ἱερόν, δεῦτε ᾄσωμεν Χριστῷ θανόντι, ὡς αἱ Μυροφόροι γυναῖκες πρίν, ἵνα καὶ τὸ Χαῖρε ἀκουσώμεθα σὺν αὐταῖς.
Μύρον ἀληθῶς, σὺ ἀκένωτον ὑπάρχεις Λόγε· ὅθεν σοι καὶ μύρα προσέφερον, ὡς νεκρῷ τῷ ζῶντι, γυναῖκες Μυροφόροι.
ᾍδου μὲν ταφείς, τὰ βασίλεια Χριστὲ συντρίβεις, θάνατον θανάτῳ δὲ θανατοῖς, καὶ φθορᾶς λυτροῦσαι τούς γηγενεῖς.
Ῥεῖθρα τῆς ζωῆς, ἡ προχέουσα Θεοῦ σοφία, τάφον ὑπεισδῦσα ζωοποιεῖ, τοὺς ἐν τοῖς ἀδύτοις ᾍδου μυχοῖς.
Ἵνα τὴν βροτῶν, καινουργήσω συντριβεῖσαν φύσιν, πέπληγμαι θανάτῳ θέλων σαρκί. Μῆτερ οὖν μὴ κόπτου τοῖς ὀδυρμοῖς.
Ἔδυς ὑπὸ γῆν, ὁ φωσφόρος τῆς δικαιοσύνης, καὶ νεκρούς ὥσπερ ἐξ ὕπνου ἐξήγειρας, ἐκδιώξας ἅπαν, τὸ ἐν τῷ ᾍδῃ σκότος.
Κόκκος διφυής, ὁ φυσίζωος ἐν γῆς λαγόσι, σπείρεται σὺν δάκρυσι σήμερον, ἀλλ᾿ ἀναβλαστήσας, Κόσμον χαροποιήσει.
Ἔπτηξεν Ἀδάμ, Θεοῦ βαίνοντος ἐν Παραδείσω, χαίρει δὲ πρὸς ᾍδην φοιτήσαντος, πεπτωκὸς τὸ πρῴην, καὶ νῦν ἐγηγερμένος.
Σπένδει σοι χοάς, ἡ τεκοῦσά σε Χριστὲ δακρύων, σαρκικῶς κατατεθέντι ἐν μνήματι, ἐκβοῶσα· Τέκνον, ἀνάστα ὡς προέφης.
Τάφῳ Ἰωσήφ, εὐλαβῶς σε τῷ καινῷ συγκρύπτων, ὕμνους ἐξοδίους θεοπρεπεῖς, τοῖς συμμίκτοις θρήνοις μέλπει σοι Σωτήρ.
Ἥλοις σε Σταυρῷ, πεπαρμένον ἡ σὴ Μήτηρ Λόγε, βλέψασα τοῖς ἥλοις λύπης πικρᾶς, βέβληται καὶ βέλεσι τὴν ψυχήν.
Σὲ τὸν τοῦ παντός, γλυκασμὸν ἡ Μήτηρ καθορῶσα, πόμα ποτιζόμενον τὸ πικρόν, δάκρυσι τὰς ὄψεις βρέχει πικρῶς.
Τέτρωμαι δεινῶς, καὶ σπαράττομαι τὰ σπλάγχνα Λόγε, βλέπουσα τὴν ἄδικόν σου σφαγήν· ἔλεγεν ἡ Πάναγνος ἐν κλαυθμῷ.
Ὄμμα τὸ γλυκύ, καὶ τὰ χείλη σου πῶς μύσω Λόγε; πῶς νεκροπρεπῶς δὲ κηδεύσω σε; φρίττων ἀνεβόα ὁ Ἰωσήφ.
Ὕμνους Ἰωσήφ, καὶ Νικόδημος ἐπιταφίους, ᾄδουσι Χριστῷ νεκρωθέντι νῦν· ᾄδει δὲ σὺν τούτοις καὶ Σεραφίμ.
Δύνεις ὑπὸ γῆν, Σῶτερ, Ἥλιε δικαιοσύνης· ὅθεν ἡ τεκοῦσα Σελήνη σε, ταῖς λύπαις ἐκλείπει, σῆς θέας στερουμένη.
Ἔφριξεν ὁρῶν, Σῶτερ, ᾍδης σε τὸν ζωοδότην, πλοῦτον τὸν ἐκείνου σκυλεύοντα, καὶ τοὺς ἀπ᾿ αἰῶνας, νεκροὺς ἐξανιστῶντα.
Ἥλιος φαιδρόν, ἀπαστράπτει μετὰ νύκτα Λόγε· καὶ σὺ δ᾿ ἀναστὰς ἐξαστράψειας, μετὰ θάνατον φαιδρῶς ὡς ἐκ παστοῦ.
Γῆ σε πλαστουργέ, ὑπὸ κόλπους δεξαμένη τρόμῳ, συσχεθεῖσα Σῶτερ τινάσσεται, ἀφυπνώσασα νεκροὺς τῷ τιναγμῷ.
Μύροις σε Χριστέ, ὁ Νικόδημος καὶ ὁ Εὐσχήμων, νῦν καινοπρεπῶς περιστείλαντες· Φρίξον, ἀνεβόων, πᾶσα ἡ γῆ.
Ἔδυς Φωτουργέ, καὶ συνέδυ σοι τὸ φῶς ἡλίου· τρόμῳ δὲ ἡ Κτίσις συνέχεται, πάντων σε κηρύττουσα Ποιητήν.
Λίθος λαξευτός, τὸν ἀκρόγωνον καλύπτει λίθον· ἄνθρωπος θνητὸς δ᾿ ὡς θνητὸν Θεόν, κρύπτει νῦν τῷ τάφῳ· φρίξον ἡ γῆ!
Ἴδε Μαθητήν, ὃν ἠγαπήσας καὶ σὴν Μητέρα, Τέκνον, καὶ φθογγὴν δὸς γλυκύτατον, ἔκραζε δακρύουσα ἡ Ἁγνή.
Σὺ ὡς ὢν ζωῆς, χορηγὸς Λόγε τοὺς Ἰουδαίους, ἐν Σταυρῷ ταθεὶς οὐκ ἐνέκρωσας· ἀλλ᾿ ἀνέστησας καὶ τούτων τοὺς νεκρούς.
Κάλλος Λόγε πρίν, οὐδὲ εἶδος ἐν τῷ πάσχειν ἔσχες, ἀλλ᾿ ἐξαναστὰς ὑπερέλαμψας, καλλωπίσας τοὺς βροτοὺς θείαις αὐγαῖς.
Ἔδυς τῇ σαρκί, ὁ ἀνέσπερος εἰς γῆν φωσφόρος· καὶ μὴ φέρων βλέπειν ὁ ἥλιος, ἐσκοτίσθη μεσημβρίας ἐν ἀκμῇ.
Ἥλιος ὁμοῦ, καὶ σελήνη σκοτισθέντες Σῶτερ, δούλους εὐνοοῦντας εἰκόνιζον, οἳ μελαίνας ἀμφιέννυνται στολάς.
Οἶδέ σε Θεόν, Ἑκατόνταρχος κἂν ἐνεκρώθης· πῶς σὲ οὖν Θεέ μου ψαύσω χερσί; φρίττω, ἀνεβόα ὁ Ἰωσήφ.
Ὕπνωσεν Ἀδάμ, ἀλλὰ θάνατον πλευρᾶς ἐξάγει· σὺ δὲ νῦν ὑπνώσας Λόγε Θεοῦ, βρύεις ἐκ πλευρᾶς σου Κόσμῳ ζωήν.
Ὕπνωσας μικρόν, καὶ ἐζώωσας τοὺς τεθνεῶτας, καὶ ἐξαναστὰς ἐξανέστησας, τοὺς ὑπνοῦντας ἐξ αἰῶνος Ἀγαθέ.
Ἤρθης ἀπὸ γῆς, ἀλλ᾿ ἀνέβλυσας τῆς σωτηρίας, τὸν οἶνον ζωήῤῥυτε ἄμπελε· Δοξάζω τὸ Πάθος καὶ τὸν Σταυρόν.
Πῶς οἱ νοεροί, Ταγματάρχαι σε Σωτὴρ ὁρῶντες, γυμνὸν ᾑμαγμένον κατάκριτον, ἔφερον τὴν τόλμαν τῶν σταυρωτῶν;
Ἀραβιανόν, σκολιώτατον γένος Ἑβραίων, ἔγνως τὴν ἀνέγερσιν τοῦ ναοῦ· διὰ τί κατέκρινας τὸν Χριστόν;
Χλαῖναν ἐμπαιγμοῦ, τὸν Κοσμήτορα πάντων ἐνδύεις, ὃς τὸν Οὐρανὸν κατεστέρωσε, καὶ τὴν γῆν ἐκόσμησε θαυμαστῶς.
Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τὴν πλευράν σου Λόγε, σοὺς θανέντας παῖδας ἐζώωσας, ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς.
Ἥλιον τὸ πρίν, Ἰησοῦς τοὺς ἀλλοφύλους κόπτων, ἔστησεν· αὐτὸς δὲ ἀπέκρυψας, καταβάλλων τὸν τοῦ σκότους ἀρχηγόν.
Κόλπων πατρικῶν, ἀνεκφοίτητος μείνας Οἰκτίρμον, καὶ βροτὸς γενέσθαι εὐδόκησας, καὶ εἰς ᾍδην καταβέβηκας Χριστέ.
Ἤρθη σταυρωθείς, ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας, καὶ ὡς ἄπνους ἐν αὐτῇ νῦν προσκλίνεται, ὃ μὴ φέρουσα ἐσείετο δεινῶς.
Οἴμοι ὦ Υἱέ! ἡ Ἀπείρανδρος θρηνεῖ καὶ λέγει· ὃν ὡς Βασιλέα γὰρ ἤλπιζον, κατάκριτον νῦν βλέπω ἐν Σταυρῷ.
Ταῦτα Γαβριήλ, μοὶ ἀπήγγειλεν ὅτε κατέπτη, ὃς τὴν Βασιλείαν αἰώνιον, ἔφη τοῦ Υἱοῦ μου τοῦ Ἰησοῦ.
Φεῦ! τοῦ Συμεών, ἐκτετέλεσται ἡ προφητεία· ἡ γὰρ σὴ ῥομφαία διέδραμε, τὴν ἐμήν καρδίαν Ἐμμανουήλ.
Κἂν τοὺς ἐκ νεκρῶν, ἐπαισχύνθητε ὦ Ἰουδαῖοι, οὓς ὁ ζωοδότης ἀνέστησεν, ὃν ὑμεῖς ἐκτείνατε φθονερῶς.
Ἔφριξεν ἰδών, τὸ ἀόρατον φῶς σε Χριστέ μου, μνήματι κρυπτόμενον ἄπνουν τε, καὶ ἐσκότασεν ὁ ἥλιος τὸ φῶς.
Ἔκλαιε πικρῶς, ἡ πανάμωμος Μήτηρ σου Λόγε, ὅτε ἐν τῷ τάφῳ ἑώρακε, σὲ τὸν ἄφραστον καὶ ἄναρχον Θεόν.
Νέκρωσιν τὴν σήν, ἡ πανάφθορος Χριστέ σου Μήτηρ, βλέπουσα πικρῶς σοι ἐφθέγγετο· Μὴ βραδύνῃς ἡ ζωὴ ἐν τοῖς νεκροῖς.
ᾍδης ὁ δεινός, συνετρόμαξεν ὅτε σε εἶδεν, Ἥλιε τῆς δόξης ἀθάνατε, καὶ ἐδίδου τοὺς δεσμίους ἐν σπουδῇ.
Μέγα καὶ φρικτόν, Σῶτερ θέαμα νῦν καθορᾶται! ὁ ζωῆς γὰρ θέλων παραίτιος, θάνατον ὑπέστη, ζωῶσαι θέλων πάντας.
Νύττῃ τὴν πλευράν, καὶ ἡλοῦσαι Δέσποτα τὰς χεῖρας, πληγὴν ἐκ πλευρᾶς σου ἰώμενος, καὶ τὴν ἀκρασίαν, χειρῶν τῶν Προπατόρων.
Πρὶν τὸν τῆς Ῥαχήλ, υἱὸν ἔκλαυσεν ἅπας κατ᾿ οἶκον· νῦν τὸν τῆς Παρθένου ἐκόψατο, Μαθητῶν χορεία σὺν τῇ Μητρί.
Ῥάπισμα χειρῶν, Χριστοῦ δέδωκαν ἐν σιαγόνι, τοῦ χειρὶ τὸν ἄνθρωπον πλάσαντος, καὶ τὰς μύλας θλάσαντος τοῦ θηρός.
Ὕμνοις σου Χριστέ, νῦν τὴν Σταύρωσιν καὶ τὴν Ταφήν τε, ἅπαντες πιστοὶ ἐκθειάζομεν, οἱ θανάτου λυτρωθέντες σῇ ταφῇ.

Δόξα. Τριαδικόν.

Ἄναρχε Θεέ, συναΐδιε Λόγε καὶ Πνεῦμα, σκῆπτρα τῶν Ἀνάκτων κραταίωσον, κατὰ πολεμίων ὡς ἀγαθός.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Τέξασα ζωήν, Παναμώμητε ἁγνὴ Παρθένε, παῦσον Ἐκκλησίας τὰ σκάνδαλα, καὶ βράβευσον εἰρήνην ὡς ἀγαθή.

Καὶ πάλιν τὸ πρῶτον Τροπάριον.

Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σὲ τὸν Ζωοδότην, τὸν ἐν τῷ Σταυρῷ τὰς χεῖρας ἐκτείναντα, καὶ συντρίψαντα τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ.
Μικρὰ Συναπτὴ καὶ ἐκφώνησις. Ὅτι ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐπὶ θρόνου δόξης τῶν Χερουβὶμ ἐπαναπαυόμενος, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ, καὶ ἀγαθῷ, καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Καὶ θυμιᾷ πάλιν ὁ Ἱερεὺς ἀρχομένης τῆς ἑπομένης τρίτης στάσεως.

ΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

Ἦχος πλ. α´.

Εἶναι ἄξιο νὰ δοξάζουμε ἐσένα, ποὺ ἅπλωσες τὰ χέρια σου ἐπάνω στὸ σταυρὸ καὶ συνέτριψες τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ.
Εἶναι ἄξιο νὰ δοξάζουμε ἐσένα ποὺ εἶσαι τῶν ὅλων Κτίστης, διότι διὰ τῶν παθημάτων σου πετύχαμε τὴν ἀπάθεια, λυτρωθέντες ἀπὸ τὴ φθορά.
Ἔφριξε ἡ γῆ, Σωτήρ μου, ἀπὸ φόβο, καὶ ὁ ἥλιος ἔκρυψε τὶς ἀκτίνες του, ὅταν ἐσύ, Χριστέ, τὸ ἄδυτο φῶς, εἰσῆλθες στὸν τάφο σωματικῶς.
Κοιμήθηκες, Χριστέ, τὸν ζωογόνο ὕπνο στὸν τάφο καὶ ἀπὸ τὸ βαρὺ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας ἀνέστησες τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
Μόνη ἀπὸ τὶς γυναῖκες σὲ γέννησα χωρὶς πόνους, τέκνον, τώρα δὲ μὲ τὸ πάθος σου νιώθω ἀφόρητους, ἔλεγε ἡ Μητέρα ἡ σεμνή.
Τὰ Σεραφεὶμ συγκλονίζονται ἀπὸ τρόμο, βλέποντάς σε, Σωτήρα μου, νὰ εἶσαι ἄνω ἀχώριστα ἑνωμένος μὲ τὸν Πατέρα καὶ κάτω νεκρὸ ξαπλωμένο στὴ γῆ.
Σχίζεται τοῦ ναοῦ τὸ καταπέτασμα, Λόγε, μὲ τὴ σταύρωσή σου, καὶ οἱ ἀστέρες κρύβουν τὸ φῶς τους, ὅταν ἐσύ, ὁ φωτεινὸς Ἥλιος, κρύφτηκες κάτω ἀπὸ τὴ γῆ.
Ἐκεῖνος, ποὺ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας μὲ ἕνα μόνο νεῦμα του (μὲ μιὰ του προσταγὴ) στερέωσε τὴν περίμετρο τῆς γῆς, τώρα σὰν ἄνθρωπος χωρὶς πνοὴ βυθίστηκε κάτω ἀπὸ τὴ γῆ· φρίξε, οὐρανέ, γιὰ τὸ θέαμα αὐτὸ τὸ φοβερό.
Βυθίστηκες κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, ἐσὺ ποὺ ἔπλασες μὲ τὰ χέρια σου τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ σηκώσεις ἀπὸ τὴν πτώση τους τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὸ πανίσχυρο κράτος σου.
Ἐλᾶτε νὰ ψάλλουμε θρῆνο ἱερὸ γιὰ τὸν Χριστὸ ποὺ πέθανε, ὅπως οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἔκαναν πρίν, ὥστε ν᾿ ἀκούσουμε μαζί τους καὶ τὸ «χαῖρε» (τοῦ ἀγγέλου).
Μύρο ἀληθινὸ ποὺ δὲν ἐξαντλεῖται ποτέ, ἐσὺ εἶσαι Λόγε τοῦ Θεοῦ· γιαυτὸ καὶ γυναῖκες μυροφόρες προσέφεραν μύρα, ὡς σὲ νεκρό, σ᾿ ἐσένα ποὺ εἶσαι γεμάτος ἀπὸ ζωή.
Μὲ τὸν ἐνταφιασμό σου, Χριστέ, συντρίβεις τὰ βασίλεια τοῦ ᾅδη, καὶ μὲ τὸ θάνατό σου θανατώνεις τὸ θάνατο καὶ ἐλευθερώνεις ἀπὸ τὴ φθορὰ τοὺς γηγενεῖς (τοὺς γήϊνους ἀνθρώπους).
Ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζουν νάματα ζωῆς, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὸν τάφο, ζωογονεῖ ὅσους ὑπῆρχαν στὰ ἀδιαπέραστα βάθη τοῦ ᾅδη.
Γιὰ νὰ κάνω καινούργια τὴ συντριβείσα (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία) φύση τῶν ἀνθρώπων, ἔχω κτυπηθεῖ θεληματικὰ μὲ θάνατο στὴ σάρκα μου. Λοιπόν, Μητέρα, μὴ βασανίζεσαι μὲ ὀδυρμούς.
Κρύφτηκες κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, ὁ φωτεινὸς Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καὶ σήκωσες σὰν ἀπὸ ὕπνο τοὺς νεκρούς, ἀφανίσας ὅλο τὸ σκοτάδι ποὺ ὑπῆρχε στὸν ᾅδη.
Ὁ διπλὸς κόκκος (Θεὸς καὶ ἄνθρωπος), ὁ παρεκτικὸς ζωῆς, σπείρεται σήμερα μὲ δάκρυα στοὺς κόλπους τῆς γῆς· ἀφοῦ ὅμως βλαστήσει, θὰ γεμίσει τὸν κόσμο μὲ χαρά.
Ζάρωσε ἀπὸ φόβο ὁ Ἀδάμ, ὅταν ἄκουσε τὸν Θεὸ νὰ περπατᾶ στὸν Παράδεισο (τῆς Ἐδὲμ), χαίρει ὅμως τώρα ποὺ (ὁ Θεὸς) ἐπισκέφθηκε τὸν ᾅδη, ὄντως τότε πεπτωκὼς (στὴν ἁμαρτία), τώρα δὲ ἀναστημένος ἀπὸ τὸν τόπο τῆς φθορᾶς.
Χύνει δάκρυα σ᾿ ἐσένα, σὰν θυσία, ἡ Μητέρα σου Χριστέ, ὅταν κατατέθηκες στὸ μνῆμα, φωνάζουσα· ἀνάστα, τέκνον μου, ὅπως προεῖπες.
Καλύπτοντάς σε μὲ εὐλάβεια, Σωτήρ, ὁ Ἰωσὴφ στὸ καινὸ μνημεῖο, σοῦ ψάλλει ἐπικήδεια ᾄσματα ἀνακατεμένα μὲ τοὺς θρήνους του.
Ἡ Μητέρα σου, Λόγε, βλέποντάς σε νὰ εἶσαι τρυπημένος μὲ καρφιὰ στὸ σταυρό, ἔχει κτυπηθεῖ στὴν ψυχὴ μὲ καρφιὰ καὶ βέλη λύπης πικρῆς.
Βλέποντας ἡ Μητέρα σου ἐσένα τὸν γλυκασμὸ τοῦ παντός, νὰ ποτίζεσαι μὲ τὸ πικρὸ πιοτὸ (τὴ χολὴ), βρέχει τὸ πρόσωπό της μὲ δάκρυα πικρά.
Ἔχω πληγωθεῖ φοβερὰ καὶ τὰ σπλάγχνα μου σπαράσσονται, Λόγε, βλέποντας τὴν ἄδικη σφαγή σου στὸ σταυρό, ἔλεγε ἡ πάναγνη μὲ κλαυθμό.
Πῶς νὰ κλείσω, Λόγε, τὰ γλυκὰ μάτια καὶ τὰ χείλη σου; Πῶς νὰ σὲ κηδεύσω μὲ νεκροπρέπεια; Μὲ φρίκη φώναζε ὁ Ἰωσήφ.
Ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος ψάλλουν ἐπιτάφια ᾄσματα στὸ Χριστό, τώρα ποὺ νεκρώθηκε. Μαζί τους ψάλλουν καὶ τὰ Σεραφείμ.
Βυθίζεσαι στὴ γῆ, Σωτήρα, Ἥλιε δικαιοσύνης· γιαυτὸ ἡ Μητέρα σου, σὰν ἄλλη σελήνη, παθαίνει ἔκλειψη, μὴ βλέποντας τὸ πρόσωπό σου.
Ἔφριξε ὁρώντας, Σωτήρ μου, ὁ ᾅδης ἐσένα τὸ ζωοδότη, νὰ τὸν ἀπογυμνώνεις ἀπὸ τὸν πλοῦτο του καὶ νὰ ἀνασταίνεις τοὺς νεκρούς, ποὺ πέθαναν ἀπὸ παλαιά.
Ὁ ἥλιος μετὰ τὴ νύκτα, Λόγε, ἀκτινοβολεῖ λαμπρῶς, ἀλλὰ κι ἐσύ, ἀφοῦ ἀναστηθεῖς, θὰ λάμψεις μετὰ θάνατο φαιδρῶς, σὰν νὰ βγαίνεις ἀπὸ θάλαμο νυφικό.
Ἡ γῆ ἀφοῦ δέχτηκε στοὺς κόλπους της ἐσένα τὸ Σωτήρα Πλαστουργό, κυριευθείσα ἀπὸ τρόμο, τινάσσεται, ξυπνώντας μὲ τὸ τίναγμά της τοὺς νεκρούς.
Ὁ Νικόδημος καὶ ὁ εὐσχήμων (Ἰωσὴφ), ἀφοῦ σὲ περιποιήθηκαν μὲ ἀρώματα κατὰ τρόπο ξένο καὶ ἀσυνήθιστο, φώναζαν· φρίξε, ὁλόκληρη ἡ γῆ.
Κρύφτηκες, Φωτουργέ, καὶ μαζί σου κρύφτηκε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου· ἡ δὲ κτίση ἀπὸ τρόμο κατέχεται, κηρύσσοντάς σε δημιουργὸ τοῦ παντός.
Λίθος (τοῦ μνήματος), ποὺ λαξεύτηκε ἀπὸ χέρι ἀνθρώπινο, σκεπάζει τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο (τῆς Ἐκκλησίας)· ἄνθρωπος δὲ θνητὸς (ὁ Ἰωσὴφ) κρύβει τώρα στὸν τάφο σὰν θνητό, τὸν Θεό· φρίξε ἀπὸ τρόμον ἡ γῆ!
Κοίταξε μαθητή, τὸν ὁποῖο ἀγάπησες (τὸν Ἰωάννη) καὶ τὴ Μητέρα σου, τέκνο γλυκύτατο, καὶ δῶσε λόγο (μίλησέ μας), ἔκραξε μὲ δάκρυα ἡ ἁγνή.
Ἐσύ, Λόγε, ἐπειδὴ εἶσαι ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς, δὲ νέκρωσες τοὺς Ἰουδαίους, ὅταν ἁπλώθηκες ἐπάνω στὸ σταυρό, ἀλλ᾿ ἀνέστησες καὶ αὐτῶν τοὺς νεκρούς.
Λόγε, πρὶν (κατὰ τὸ πάθος) οὔτε φυσικὴ ὀμορφιὰ εἶχες οὔτε ὄψη καθαρὴ (τὶς ἀφάνισαν τὰ παθήματα)· ὅταν ὅμως ἀναστήθηκες ἔλαμψες ἐκθαμβωτικά, στολίσας τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἀκτινοβολία τοῦ θείου σου φωτός.
Κρύφτηκες σωματικῶς στὴ γῆ ὁ ἀστέρας ὁ φωτεινός, ποὺ ποτὲ δὲ δύει, καὶ μὴν μπορώντας νὰ ὑποφέρει βλέποντας αὐτὸ ὁ ἥλιος, ἔχασε τὸ φῶς του, ὅταν ἡ ἡμέρα ἦταν σὲ ἀκμὴ (ἐν πλήρει μεσημβρίᾳ).
Ὁ ἥλιος μαζὶ μὲ τὴ σελήνη, χάνοντας τὸ φῶς τους, Σωτήρα, εἰκόνιζαν δούλους καλούς, οἱ ὁποῖοι ντύνονται μαῦρες στολὲς (γιὰ νὰ ἐκφράσουν πένθος σὲ θάνατο τοῦ Κυρίου τους).
Ὁ ἑκατόνταρχος σὲ ἀναγνώρισε Θεό, ἔστω κι ἂν νεκρώθηκες· ἐγὼ λοιπὸν πῶς θὰ σὲ ψαύσω μὲ τὰ χέρια μου; Φρίττω! Φώναζε ὁ Ἰωσήφ.
Κοιμήθηκε ὁ Ἀδὰμ (κατὰ τὴ δημιουργία), ἀπὸ τὴν πλευρά του ὅμως βγῆκε ὁ θάνατος (ἡ Εὔα ποὺ ἔπεσε στὴν ἁμαρτία)· τώρα δὲ σύ, κοιμηθείς, Λόγε τοῦ Θεοῦ, ἀναβλύζεις ἀπὸ τὴν πλευρά σου γιὰ τὸν κόσμο ζωή.
Κοιμήθηκες, Ἀγαθέ, γιὰ λίγο καὶ ζωοποίησες τοὺς νεκροὺς καί, ἀφοῦ ξύπνησες (ἀναστήθηκες), ξύπνησες μαζί σου ὅλους, ὅσοι κοιμώντουσαν ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Ὑψώθηκες ἀπὸ τὴ γῆ, Κύριε, ἀλλὰ ἀνέβλυσες τὸν οἶνο τῆς σωτηρίας, ἄμπελε ποὺ στάζεις ζωή. Δοξάζω τὸ πάθος σου καὶ τὸ σταυρό.
Πῶς οἱ νοεροὶ ταγματάρχες (οἱ ἄγγελοι), Σωτήρα, βλέποντάς σε γυμνό, γεμάτο αἵματα καὶ καταδικασμένο, ὑπέμειναν τὴν τόλμη τῶν σταυρωτῶν;
Διεφθαρμένο γένος τῶν Ἑβραίων, ὅμοιο μὲ ἀραβικό, γνώρισες τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ (τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ). Γιὰ ποιό λόγο, λοιπόν, καταδίκασες σὲ θάνατο τὸν Χριστό;
Ντύνεις μὲ χλαμύδα ἐμπαικτικὰ τὸν Κοσμήτορα τῶν πάντων, ἐκεῖνον ποὺ γέμισε τὸν οὐρανὸ μὲ ἄστρα κι στόλισε θαυμάσια τὴ γῆ.
Ὅπως ὁ πελεκὰν (τὸ πτηνὸ), πληγωμένος τὴν πλευρά σου, Λόγε, τὰ νεκρὰ παιδιά σου ἐζώωσες, ἐπιστάξας σ᾿ αὐτὰ κρουνοὺς ζωοποιούς.
Παλαιὰ ὁ Ἰησοῦς (τοῦ Ναυῆ), θέλοντας νὰ κατακόψει τοὺς ἀλλόφυλους, διέταξε τὸν ἥλιο ν᾿ ἀνακόψει τὴν πορεία του. Ἐσὺ δέ, ὁ Κύριος, τὸν ἀπέκρυψες (στὸ σταυρὸ), νικώντας τοῦ σκότους τὸν ἀρχηγὸ (διάβολο).
Χωρὶς ν᾿ ἀποχωριστεῖς ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους (στὴν Τριάδα), εὔσπλαγχνε Χριστέ, εὐαρεστήθηκες νὰ γίνεις ἄνθρωπος καὶ νὰ κατέβης στὴ σκοτεινὴ τοῦ ᾅδη περιοχή.
Ἀνυψώθηκε ἀπὸ τὴ γῆ στὸ σταυρὸ αὐτός, ποὺ κρέμασε τὴ γῆ πάνω στὰ ὕδατα, καὶ τώρα νεκρὸς χωρὶς πνοὴ θάβεται σ᾿ αὐτήν· αὐτὸ μὴν μπορώντας ν᾿ ἀντέξει (ἡ γῆ), ἐσείετο ἰσχυρῶς.
Ἀλίμονο, Υἱέ μου! λέγει κλαίουσα ἡ ἀπείρανδρη (ἡ μὴ γνωρίσασα ἄνδρα) Μητέρα· αὐτὸν ποὺ ἤλπιζα νὰ δῶ σὰν βασιλέα, τὸν βλέπω καταδικασμένο στὸ σταυρό.
Αὐτὰ λοιπὸν μοῦ ἀνήγγειλε ὁ Γαβριήλ, ὅταν πέταξε πρὸς ἐμὲ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ (κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ), μιλώντας γιὰ αἰώνια βασιλεία τοῦ Υἱοῦ μου Ἰησοῦ;
Ἀλίμονο! Τοῦ Συμεὼν ἡ προφητεία βγῆκε ἀληθινὴ (εἶχε πεῖ ὅτι τὸ δίστομο μαχαίρι τῆς λύπης θὰ διαπεράσει τὴν καρδιά μου)· διότι ἡ δική σου ρομφαία, Ἐμμανουὴλ (Υἱὲ καὶ Θεέ μου), διεπέρασε τὴν καρδιά μου.
Ντραπεῖτε τουλάχιστον τοὺς νεκρούς, ὦ Ἰουδαῖοι, τοὺς ὁποίους ὁ ζωοδότης ἀνέστησε, τὸν ὁποῖο ἐσεῖς θανατώσατε φθονερῶς.
Τρόμαξε ὁ ἥλιος καὶ ἔχασε τὸ φῶς του, ὅταν εἶδε ἐσένα, Χριστέ, τὸ ἀόρατο φῶς νὰ κρύβεσαι στὸ μνῆμα χωρὶς πνοή.
Ἔκλαιε πικρῶς ἡ πανάμωμη Μητέρα σου, Λόγε, ὅταν στὸν τάφο ἔβλεπε, ἐσένα τὸν ἄφραστο καὶ ἄναρχο Θεό.
Βλέποντας τὴ νέκρωσή σου ἡ παρθενικότατη Μητέρα σου, Χριστέ, μὲ πίκρα στὴν ψυχὴ ἔλεγε· μὴν ἀργήσεις στοὺς νεκρούς, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ ζωή.
Ὁ φοβερὸς ᾅδης τρόμαξε, ὅταν σὲ εἶδε (στὰ μέρη του) ἀθάνατε Ἥλιε τῆς δόξης, καὶ ἐλευθέρωνε τοὺς φυλακισμένους (τὶς ψυχὲς ποὺ κατεῖχε) μὲ σπουδὴ (μὲ ταχύτητα).
Μέγα καὶ φρικιαστικὸ θέαμα, Σωτήρ μου, παρουσιάζεται σήμερα· διότι αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ζωῆς, ὑπέμεινε θάνατο, θέλοντας νὰ ζωοποιήσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Τρυπιέσαι στὴν πλευρὰ καὶ καρφώνεσαι στὰ χέρια, Κύριε, θεραπεύοντας ἀπὸ τὴν πλευρά σου τὴν πληγὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἀκράτεια, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν προπατόρων.
Προηγούμενα ὅλες οἱ οἰκογένειες ἔκλαψαν μόνες τους τὸν υἱό τους, ἀπόγονο τῆς Ραχὴλ (σφαγὴ τῶν νηπίων ἀπὸ τὸν Ἡρώδη)· τώρα τὸν Υἱὸ τῆς Παρθένου θρήνησαν ἡ ὁμάδα τῶν μαθητῶν μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα.
Μὲ τὰ χέρια τους ἔδωσαν (οἱ Ἰουδαῖοι) ράπισμα στὴ σιαγόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὰ χέρια του ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο καὶ συνέτριψε τὰ κοφτερὰ σαγόνια τοῦ θηρίου (τοῦ διαβόλου).
Μὲ ὕμνους, Χριστέ, ἐγκωμιάζουμε ὅλοι οἱ πιστοί, οἱ λυτρωθέντες ἀπὸ τὸ θάνατο, τὴ σταύρωση καὶ τὴν ταφή σου.

Δόξα. Τριαδικόν.

Ἄναρχε Θεέ, συναΐδιε Λόγε καὶ Πνεῦμα, τὴ δύναμη τῶν βασιλέων ἐνίσχυσε, ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ὡς ἀγαθός.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Ἐσύ, ποὺ γέννησες τὴ ζωή, παναμώμητη ἁγνὴ Παρθένε, παῦσε τῆς Ἐκκλησίας τὰ σκάνδαλα καὶ εἰρήνευσε αὐτήν, ὡς ἀγαθή.

Καὶ πάλιν τὸ πρῶτον Τροπάριον.

Εἶναι ἄξιο νὰ δοξάζουμε ἐσένα, ποὺ ἅπλωσες τὰ χέρια σου ἐπάνω στὸ σταυρὸ καὶ συνέτριψες τὸ κράτος τοῦ ἐχθρους.
Μικρὰ Συναπτὴ καὶ ἐκφώνησις. Ὅτι ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐπὶ θρόνου δόξης τῶν Χερουβὶμ ἐπαναπαυόμενος, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ, καὶ ἀγαθῷ, καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Καὶ θυμιᾷ πάλιν ὁ Ἱερεὺς ἀρχομένης τῆς ἑπομένης τρίτης στάσεως.

ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ

Ἦχος γ´.

Αἱ γενεαί πᾶσαι, ὕμνον τῇ Ταφῇ σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελὼν τοῦ ξύλου, ὁ Ἀριμαθαίας, ἐν τάφῳ σε κηδεύει.
Μυροφόροι ἦλθον, μύρα σοι Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεῦρο πᾶσα κτίσις, ὕμνους ἐξοδίους, προσοίσωμεν τῷ Κτίστῃ.
Ὡς νεκρὸν τὸν ζῶντα, σὺν Μυροφόροις πάντες, μυρίσωμεν ἐμφρόνως.
Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα, Χριστοῦ τοῦ ζωοδότου.
Οὓς ἔθρεψε τὸ μάννα, ἐκίνησαν τὴν πτέρναν, κατὰ τοῦ Εὐεργέτου.
Οὓς ἔθρεψε τὸ μάννα, φέρουσι τῷ Σωτῆρι, χολὴν ἅμα καὶ ὄξος.
Ὢ τῆς παραφροσύνης, καὶ τῆς Χριστοκτονίας, τῆς τῶν προφητοκτόνων!
Ὡς ἄφρων ὑπηρέτης, προδέδωκεν ὁ μύστης, τὴν ἄβυσσον σοφίας.
Τὸν Ῥύστην ὁ πωλήσας, αἰχμάλωτος κατέστη, ὁ δόλιος Ἰούδας.
Κατὰ τὸν Σολομῶντα, βόθρος βαθὺς τὸ στόμα, Ἑβραίων παρανόμων.
Ἑβραίων παρανόμων, ἐν σκολιαῖς πορείαις, τρίβολοι καὶ παγίδες.
Ἰωσὴφ κηδεύει, σὺν τῷ Νικοδήμῳ, νεκροπρεπῶς τὸν Κτίστην.
Ζωοδότα Σῶτερ, δόξα σου τῷ κράτει, τὸν ᾍδην καθελόντι.
Ὕπτιον ὁρῶσα, ἡ Πάναγνός σε, Λόγε, μητροπρεπῶς ἐθρήνει.
Ὢ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;
Θρῆνον συνεκίνει, ἡ πάναγνός σου Μήτηρ, σοῦ Λόγε νεκρωθέντος.
Γύναια σὺν μύροις, ἥκουσι μυρίσαι, Χριστὸν τὸ θεῖον μύρον.
Θάνατον θανάτῳ, σὺ θανατοῖς Θεέ μου, θείᾳ σου δυναστείᾳ.
Πεπλάνηται ὁ πλάνος, ὁ πλανηθεὶς λυτροῦται, σοφίᾳ σῇ Θεέ μου.
Πρὸς τὸν πυθμένα ᾍδου, κατήχθη ὁ προδότης, διαφθορᾶς εἰς φρέαρ.
Τρίβολοι καὶ παγίδες, ὁδοὶ τοῦ τρισαθλίου, παράφρονος Ἰούδα.
Συναπολοῦνται πάντες, οἱ σταυρωταί σου Λόγε, Υἱὲ Θεοῦ παντάναξ.
Διαφθορᾶς εἰς φρέαρ, συναπολοῦνται πάντες, οἱ ἄνδρες τῶν αἱμάτων.
Υἱὲ Θεοῦ παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πῶς πάθος κατεδέξω;
Ἡ δάμαλις τὸν μόσχον, ἐν Ξύλῳ κρεμασθέντα, ἠλάλαζεν ὁρῶσα.
Σῶμα τὸ ζωηφόρον, ὁ Ἰωσὴφ κηδεύει, μετὰ τοῦ Νικοδήμου.
Ἀνέκραζεν ἡ Κόρη, θερμῶς δακρυῤῥοοῦσα, τὰ σπλάγχνα κεντουμένη.
Ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ;
Τὸν Ἀδὰμ καὶ Εὔαν, ἐλευθερῶσαι Μῆτερ, μὴ θρήνει, ταῦτα πάσχω.
Δοξάζω σου Υἱέ μου, τὴν ἄκραν εὐσπλαγχνίαν, ἧς χάριν ταῦτα πάσχεις.
Ὄξος ἐποτίσθης, καὶ χολὴν Οἰκτίρμον, τὴν πάλαι λύων γεῦσιν.
Ἰκρίῳ προσεπάγης, ὁ πάλαι τὸν λαόν σου, στύλῳ νεφέλης σκέπων.
Αἱ Μυροφόροι Σῶτερ, τῷ τάφῳ προσελθοῦσαι, προσέφερόν σοι μύρα.
Ἀνάστηθι Οἰκτίρμον, ἡμᾶς ἐκ τῶν βαράθρων, ἐξανιστῶν τοῦ ᾍδου.
Ἀνάστα Ζωοδότα, ἡ σὲ τεκοῦσα Μήτηρ, δακρυῤῥοοῦσα λέγει.
Σπεῦσον ἐξαναστῆναι, τὴν λύπην λύων Λόγε, τῆς σὲ ἁγνῶς Τεκούσης.
Οὐράνιοι Δυνάμεις, ἐξέστησαν τῷ φόβῳ, νεκρόν σε καθορῶσαι.
Τοῖς πόθῳ τε καὶ φόβῳ, τὰ πάθη σου τιμῶσι, δίδου πταισμάτων λύσιν.
Ὢ φρικτὸν καὶ ξένον, θέαμα Θεοῦ Λόγε! πῶς γῆ σε συγκαλύπτει;
Φέρων πάλαι φεύγει, Σῶτερ Ἰωσήφ σε, καὶ νῦν σε ἄλλος θάπτει.
Κλαίει καὶ θρηνεῖ σε, ἡ πάναγνός σου Μήτηρ, Σωτὴρ μου νεκρωθέντα.
Φρίττουσιν οἱ νόες, τὴν ξένην καὶ φρικτήν σου, Ταφὴν τοῦ πάντων Κτίστου.
Ἔῤῥαναν τὸν τάφον, αἱ Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωῒ ἐλθοῦσαι. (Τρίς)
Εἰρήνην Ἐκκλησίᾳ, λαῷ σου σωτηρίαν, δώρησαι σῇ Ἐγέρσει.

Δόξα. Τριαδικόν.

Ὢ Τριὰς Θεέ μου, Πατὴρ Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, ἐλέησον τὸν Κόσμον.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Ἰδεῖν τὴν τοῦ Υἱοῦ σου, Ἀνάστασιν Παρθένε, ἀξίωσον σοὺς δούλους.

Καὶ πάλιν τὸ πρῶτον Τροπάριον.

Αἱ γενεαὶ πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου.
Μικρὰ συναπτὴ καὶ ἐκφώνησις. Σὺ γὰρ εἶ ὁ βασιλεὺς τῆς εἰρήνης, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ, καὶ ἀγαθῷ, καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Τα Πάθη του Κυρίου κατα τα Ιερά Ευαγγέλια

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 (ΙΘ)

Μετάφραση τῶν ἙβδομήκονταΕρμηνευτική απόδοση
Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα
1 Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσε.1 Τοτε, λοιπόν, ο Πιλάτος επήρε τον Ιησούν απ' εκεί που εστέκετο, τον παρέδωκε στους στρατιώτας του και διέταξε και τον εμαστίγωσαν.
2 καὶ οἱ στρατιῶται πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ, καὶ ἱμάτιον πορφυροῦν περιέβαλον αὐτόν2 Και μετά το φρικτόν μαστίγωμα οι στρατιώται, δια να τον γελοιοποιήσουν και εξευτελίσουν, ως βασιλέαν των Ιουδαίων, έπλεξαν από αγκάθια στεφάνι και το έβαλαν στο κεφάλι του, ως βασιλικόν τάχα στέμμα, και του εφόρεσαν ένα κόκκινο μανδύαν, από εκείνον που φορούσαν οι στρατιώται, ως βασιλικήν τάχα πορφύραν.
3 καὶ ἔλεγον· Χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ῥαπίσματα.3 Και έλεγαν ειρωνικώς· “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”. Και του κατέφεραν ραπίσματα.
4 ἐξῆλθεν οὖν πάλιν ἔξω ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω.4 Μετά την μαστίγωσιν και τον εμπαιγμόν εβγήκεν πάλιν έξω ο Πιλάτος από το πραιτώριον και λέγει στους Εβραίους· “ιδού, σας τον φέρνω έξω. Τον ανέκρινα με βασανιστήρια, τον ετιμώρησα προς χάριν σας. Δεν ευρήκα τίποτε το ένοχον. Σας το δηλώνω, επισήμως, δια να πεισθήτε και σεις, ότι εγώ δεν ευρίσκω εις αυτόν κανένα έγκλημα και μάλιστα άξιον θανάτου”.
5 ἐξῆλθεν οὖν ὁ Ἰησοῦς ἔξω φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον,5 Εβγήκε, λοιπόν, ο Ιησούς έξω, φορών τον ακάνθινον στέφανον και τον κόκκινον μανδύαν.
6 καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἴδε ὁ ἄνθρωπος. ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται, ἐκραύγασαν λέγοντες· Σταύρωσον σταύρωσον αὐτὸν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν.6 Και λέγει εις αυτούς ο Πιλάτος· “ιδού, ο άνθρωπος. Ιδετε εις ποίαν τραγικήν κατάστασιν τον έφερα προς χάριν σας με το μαστίγωμα και τους εμπαγμούς των στρατιωτών”. Οταν όμως τον είδαν οι αρχιερείς και οι υπηρέται του συνεδρίου, ασυγκίνητοι από το θέαμα του πάσχοντος αθώου, εφώναξαν δυνατά με μανίαν λέγοντες· “σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον”. Τους απήντησε ο Πιλάτος· “πάρτε τον σεις και σταυρώστε τον, διότι εγώ δεν ευρίσκω καμμίαν ενοχήν, ώστε να τον καταδικάσω εις σταυρικόν θάνατον”.
7 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· Ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν.7 Του απήντησαν οι Ιουδαίοι· “ημείς έχομεν νόμον, τον οποίον και αυτό το ρωμαϊκόν κράτος σέβεται, και σύμφωνα με τον νόμον μας πρέπει αυτός να πεθάνη, διότι έκαμε τον ευατόν του Υιόν Θεού και έδειξε έτσι θανάσιμον ασέβειαν κατά του Θεού”.
8 Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον ἐφοβήθη,8 Ο Πιλάτος, ειδωλολάτρης καθώς ήτο και επίστευεν εις πολλούς θεούς και τέκνα θεών, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά των Εβραίων, εφοβήθη ακόμη περισσότερον.
9 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει τῷ Ἰησοῦ· Πόθεν εἶ σύ; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ.9 Και εισήλθεν πάλιν στο πραιτώριον και λέγει στον Ιησούν· “από που είσαι συ; Είσαι πράγματι παιδί θεού;” Ο Ιησούς όμως δεν του έδωσε απάντησιν.
10 λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε;10 Λεγει τότε εις αυτόν ο Πιλάτος· “εις εμέ δεν ομιλείς; Δεν ξεύρεις ότι έχω εξουσίαν να σε σταυρώσω και εξουσίαν έχω να σε αφήσω ελεύθερον;”
11 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ’ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν δεδομένον σοι ἄνωθεν· διὰ τοῦτο ὁ παραδιδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει.11 Απήντησεν ο Ιησούς· “Δεν θα είχες καμμίαν εξουσίαν εναντίον μου, εάν το δικαστικόν αξίωμα που κατέχεις σήμερα, δεν σου ήτο δοσμένο από τον Θεόν. Η ανοχή του Θεού σε αφίνει δικαστήν κατά τας ημέρας αυτάς και είσαι υποχρεωμένος να με δικάσης, αφού με έφεραν εμπρός σου ως κατηγορούμενον οι Ιουδαίοι. Δι' αυτό ο Καϊάφας και το συνέδριον των Εβραίων, που από φθόνον με παρέδωκαν εις τα χέρια σου, έχουν μεγαλυτέραν ενοχήν από σε, ο οποίος δεν τολμάς να αποδώσης δικαιοσύνην”.
12 ἐκ τούτου ἐζήτει ὁ Πιλᾶτος ἀπολῦσαι αὐτόν· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες· Ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος. πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι.12 Εκ της απαντήσεως αυτής εταράχθη ακόμη περισσότερον ο Πιλάτος και εζητούσε με κάθε τρόπον να τον απολύση. Οι Ιουδαίοι όμως εφώναζαν δυνατά λέγοντες· “εάν απολύσης αυτόν, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος. Καθε ένας που κάνει τον ευατόν του βασιλέα αντιτίθεται κατά του Καίσαρος”.
13 ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον ἤγαγεν ἔξω τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος εἰς τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, Ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ·13 Ο Πιλάτος τότε, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά των Ιουδαίων, που αποτελούσαν έμμεσον απειλήν εναντίον του, έφερε πάλιν έξω τον Ιησούν και αυτός εκάθισεν εις την δικαστικήν έδραν, που είχε τοποθετηθή την ώραν εκείνην εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον και εις την εβραϊκήν γλώσσαν Γαββαθά, δηλαδή ύψωμα.
14 ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις· Ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν.14 Η ημέρα δε εκείνη ήτο παραμονή δια την προπαρασκευήν και προετοιμασίαν του πάσχα. Η ώρα ήτο εξ περίπου από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημέρι. Και λέγει ο Πιλάτος στους Ιουδαίους· “ιδού, πως κατήντησεν ο βασιλεύς σας”.
15 οἱ δὲ ἐκραύγασαν· Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς· Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα.15 Αυτοί δε, σκληροκάρδιοι και με φονικόν μίσος εις την καρδιάν των, εκραύγασαν· “πάρε τον από εδώ! Παρε τον από τα μάτια μας, να μην τον βλέπωμε, σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον”. Λεγει εις αυτούς ο Πιλάτος· “τον βασιλέα σας να σταυρώσω;” Απήντησαν οι αρχιερείς καταπατούντες την θρησκευτικήν των πίστιν και την εθνικήν των αξιοπρέπειαν· δεν έχομεν άλλον βασιλέα, παρά μόνον τον Καίσαρα”.
16 τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ.16 Τοτε ο Πιλάτος υπεχώρησε στο τυφλόν μίσος εκείνων και παρέδωκεν εις αυτούς τον Ιησούν, δια να σταυρωθή.
17 Παρέλαβον δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἤγαγον· καὶ βαστάζων τὸν σταυρὸν αὑτοῦ ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον κρανίου τόπον, ὃς λέγεται Ἑβραϊστὶ Γολγοθᾶ,17 Επήραν οι στρατιώται τον Ιησούν και τον ωδήγησαν στον τόπον της σταυρώσεως· και αυτός βαστάζων στον ώμον του τον σταυρόν του εβγήκεν έξω από την πόλιν και ήλθε στοποθεσίαν, που λέγεται Κρανίου τόπος, Εβραϊκά δε Γολγοθά.
18 ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ μετ’ αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν, μέσον δὲ τὸν Ἰησοῦν.18 Εκεί εσταύρωσαν αυτόν και μαζή του εσταύρωσαν δύο άλλους, ένα από το ένα μέρος και τον άλλον από το άλλο, στο μέσον δε των δύο κακούργων έβαλαν τον Ιησούν, δια να τον εξευτελίσουν περισσότερον.
19 ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.19 Εγραψε δε ο Πιλάτος και επιγραφήν και την έβαλε στο επάνω μέρος του σταυρού. Ητο δε γραμμένον εις αυτήν· “Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
20 τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστί, Ρωμαϊστί.20 Αυτήν, λοιπόν, την επιγραφήν πολλοί από τους Εβραίους την εδιάβασαν, διότι ήτο κοντά εις την πόλιν ο τόπος όπου εσταυρώθη ο Ιησούς. Και ήτο γραμμένη εβραϊκά, ελληνικά και ρωμαϊκά.
21 ἔλεγον οὖν τῷ Πιλάτῳ οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων· Μὴ γράφε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ὅτι ἐκεῖνος εἶπε, βασιλεύς εἰμι τῶν Ἰουδαίων.21 Οι αρχιερείς, επειδή εθεώρησαν βαρείαν προσβολήν των να διακηρύσεται με την επιγραφήν αυτήν βασιλεύς των ένας εσταυρωμένος, είπαν στον Πιλάτον· “μη γράφεις ο βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλ' ότι εκείνος είπεν, βασιλεύς είμαι των Ιουδαίων”.
22 ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· Ὃ γέγραφα, γέγραφα.22 Ο Πιλάτος απεκρίθη με οργήν και περιφρόνησιν· “ο,τι έγραψα, έγραψα”.
23 Οἱ οὖν στρατιῶται ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν, ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη, ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτῶνα· ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄραφος, ἐκ τῶν ἄνωθεν ὑφαντὸς δι’ ὅλου.23 Οι στρατιώται, λοιπόν, αφού εσταύρωσαν τον Ιησούν επήραν τα ενδύματα του και τα έκαμαν τέσσαρα μερίδια, ένα μερίδιον δια κάθε στρατιώτην, και τον εσωτερικόν του ένδυμα, το έκαμαν ιδιαίτερον μερίδιον. Ητο δε ο χιτών αυτός χωρίς καμμίαν ραφήν, υφαντός ολόκληρος από επάνω έως κάτω.
24 εἶπον οὖν πρὸς ἀλλήλους· Μὴ σχίσωμεν αὐτόν, ἀλλὰ λάχωμεν περὶ αὐτοῦ τίνος ἔσται· ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ ἡ λέγουσα· Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.24 Είπαν, λοιπόν, μεταξύ τους· “ας μη τον σχίσωμεν, αλλά ας βάλωμεν δι' αυτόν κλήρον εις ποιόν θα πέση”. Και έγιναν έτσι τα γεγονότα αυτά, δια να εκπληρωθή η προφητεία της Γραφής που λέγει· Εμοιράσθησαν μεταξύ των τα ενδύματά μου και δια το εσωτερικόν μου ένδυμα, τον χιτώνα, έβαλαν κλήρον.
25 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται ταῦτα ἐποίησαν. εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.25 Οι μεν στρατιώται αυτά έκαμαν. Εστάθηκαν δε πλησίον στον σταυρόν του Ιησού η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά και η Μαρία η Μαγδαληνή.
26 Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου,26 Ο Ιησούς τότε, όταν είδε την μητέρα του και τον μαθητήν, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε, να στέκη εκεί κοντά, είπεν εις την μητέρα του· “γύναι, αυτός θα είναι ο υιός σου απ' εδώ και πέρα”.
27 εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια.27 Επειτα λέγει στον μαθητήν· “ιδού η μητέρα σου”. Και από εκείνην την ώρα επήρεν αυτήν ο μαθητής στο σπίτι του.
28 Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει· Διψῶ.28 Επειτα από το συμβάν αυτό ο Ιησούς, αφού εγνώρισε καθαρώτατα ότι όλα όσα είχαν προείπει οι προφήται και όσα άλλα είχε προαποφασίσει η αγαθότης και η δικαιοσύνη του Θεού εξεπληρώθησαν τελείως, δια να επαληθεύση η Γραφή εξ ολοκλήρου, μέχρι και της τελευταίας λεπτομερείας είπε· “διψώ”.
29 σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι.29 Ευρίσκετο κάτω εκεί ένα δοχείον γεμάτο ξύδι. Αυτοί δε που ήκουσαν τον λόγον του Ιησού, εβούτηξαν ένα σφουγγάρι στο δοχείον αυτό, το εγέμισαν ξύδι και αφού το έβαλαν ανάμεσα εις ένα κλωνάρι υσσώπου, το έφεραν κοντά στο στόμα του.
30 ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα.30 Οταν, λοιπόν, ο Ιησούς επήρε το ξύδι, είπε· “όλα έχουν πλέον τελειώσει· το άγιον σχέδιον του Θεού και όλαι αι προφητείαι έχουν εκπληρωθή. Η σωτηρία των ανθρώπων είναι πλέον γεγονός βεβαιότατον”. Και αφού έκλινεν την κεφαλήν, παρέδωσε μόνος του, με την εξουσίαν που είχε, το πνεύμα στον Πατέρα.
31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν.31 Οι Ιουδαίοι, εφρόντισαν εν τω μεταξύ να μη μείνουν επάνω στον σταυρόν τα σώματα των κρεμασθέντων κατά την διάρκειαν του Σαββάτου. Διότι η ημέρα αυτήν της σταυρώσεως ήτο ημέρα προπαρασκευής δια το αυριανόν Πασχα. Ητο δε μεγάλη και επίσημος η ημέρα εκείνη του Σαββάτου, που θα ήρχιζεν αμέσως μόλις εβασίλευεν ο ήλιος, διότι συνέπιπτε με την πρώτην ημέραν του πάσχα. Παρεκάλεσαν, λοιπόν, τον Πιλάτον να σπάσουν οι στρατιώται τα σκέλη των σταυρωθέντων, δια να συντομευθή έτσι ο θάνατός των, και να τους πάρουν απ' εκεί πριν δύση ο ήλιος, δια να μη βεβηλωθή η εορτή του πάσχα.
32 ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ·32 Ηλθαν πράγματι οι στρατιώται στον Γολγοθάν κατά διαταγήν του Πιλάτου και του μεν πρώτου ληστού έπασαν τα σκέλη, όπως επίσης και του άλλου, που είχε σταυρωθή μαζή με τον Ιησούν.
33 ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη,33 Οταν όμως ήλθαν στον Ιησούν, επειδή είδαν, ότι αυτός είχεν ήδη πεθάνει, δεν του έσπασαν τα σκέλη,
34 ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ.34 αλλά ένας στρατιώτης, δια κάθε ενδεχόμενον, του ετρύπησε την πλευράν με την λόγχην· και αμέσως έτρεξε από εκεί αίμα και νερό καθαρόν, πράγμα παράδοξον και πρωτοφανές δια νεκρόν.
35 καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε.35 Αυτό το μέγα και συμβολικόν γεγονός, εκείνος που το είδε με τα ίδια του τα μάτια (δηλαδή ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής) το εβεβαίωσε κατά τον πλέον επίσημον τρόπον και η μαρτυρίαν του αυτή είναι απολύτως αληθινή. Και εκείνος γνωρίζει πολύ καλά ότι λέγει την αλήθειαν δια το θαυμαστόν αυτό γεγονός, ώστε και σεις να πιστεύσετε.
36 ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ, Ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ.36 Διότι έγιναν όλα αυτά, δια να εκπληρωθή η προφητεία της Γραφής· Δεν θα συντριβή κανένα από τα οστά του.
37 καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ λέγει· Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν.37 Και πάλιν άλλη προφητεία της Γραφής λέγει· Θα ιδούν εκείνον, τον οποίον ελόγχισαν.
38 Μετὰ δὲ ταῦτα ἠρώτησεν τὸν Πιλᾶτον Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δὲ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος. ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.38 Μετά ταύτα ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την Αριμαθαίαν και ήτο μαθητής του Ιησού, αλλά έμενε κρυμμένος και δεν εφανερώνετο ως μαθητής δια τον φόβον των Ιουδαίων, παρεκάλεσε τον Πιλάτον να του επιτρέψη να πάρη το σώμα του Ιησού. Και ο Πιλάτος έδωσε την άδειαν. Ηλθε, λοιπόν, και επήρε το σώμα του Ιησού.
39 ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν.39 Μαζή δε με αυτόν ήλθε και ο Νικόδημος, ο οποίος την πρώτην φοράν είχεν έλθει στον Ιησούν νύκτα. Ο Νικόδημος έφερε πολυτιμότατον άρωμα, μίγμα από σμύρνα και αλόην, εκατό περίπου λίτρας, τριάντα δηλαδή και πλέον κιλά.
40 ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἐν ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν.40 Επήραν, λοιπόν, το σώμα του Ιησού και αφού το έπλυναν και το αλείψαν με τα πολύτιμα αρώματα το περιτύλιξαν με λωρίδες από σινδόνια, όπως ήτο η συνήθεια στους Εβραίους να ενταφιάζουν τους νεκρούς.
41 ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινὸν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη·41 Εις τον τόπον δε όπου είχε σταυρωθή ο Ιησούς υπήρχε κήπος και στον κήπον καινούργιο και αχρησιμοποίητο μνημείον, στο οποίον κανείς ακόμη δεν είχε ταφή.
42 ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν.42 Επειδή, λοιπόν, το μνημείον αυτό ήτο κοντά στον τόπον της σταυρώσεως και εβιάζοντο να τελειώσουν την ταφήν, πριν περάση η ημέρα αυτή της προπαρασκευής των Ιουδαίων δια το πάσχα, εκεί έθεσαν τον Ιησούν. 

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 (ΚΓ)

Μετάφραση τῶν ἙβδομήκονταΕρμηνευτική απόδοση
Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα
1 Καὶ ἀναστὰν ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον.1 Και αφού εσηκώθηκε όλο το πλήθος των συνέδρων, έφεραν τον Ιησούν στον Πιλάτον.
2 ἤρξαντο δὲ κατηγορεῖν αὐτοῦ λέγοντες· Τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα εἶναι.2 Ηρχισαν δε να τον κατηγορούν και να λέγουν· “αυτόν τον ευρήκαμεν να παρακινή το έθνος εις επανάστασιν και να εμποδίζη την πληρωμήν των φόρων στον Καίσαρα και να λέγη δια τον ευατόν του, ότι είναι ο Χριστός, ο βασιλεύς”.
3 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἠρώτησεν αὐτὸν λέγων· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη· Σὺ λέγεις.3 Ο δε Πιλάτος τον ηρώτησε, λέγων· “συ, ο δεμένος υπόδικος, είσαι βασιλεύς των Ιουδαίων;” Ο δε Ιησούς απεκρίθη και του είπε· “όπως και συ το λέγεις είμαι βασιλεύς, όχι όμως όπως οι κοσμικοί βασιλείς”.
4 ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους ὅτι οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ.4 Ο δε Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και τους όχλους, ότι “δεν ευρίσκω καμμίαν ενόχην στον άνθρωπον αυτόν”.
5 οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι ἀνασείει τὸν λαὸν διδάσκων καθ’ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε.5 Αλλά αυτοί με περισσότερον πείσμα και φανατισμόν επέμεναν, λέγοντες ότι αναταράσσει τον λαόν με το να διδάσκη τα επαναστατικά του κηρύγματα, που έκαμε αρχήν από την Γαλιλαίαν και τα έφερε έως εδώ.
6 Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι·6 Ο δε Πιλάτος, όταν ήκουσε την λέξιν Γαλιλαία, ηρώτησε, εάν ο άνθρωπος αυτός είναι από την Γαλιλαίαν.
7 καὶ ἐπιγνοὺς ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου ἐστὶν, ἀνέπεμψεν αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις.7 Και όταν εξηκρίβωσε ότι ο Ιησούς είναι από την περιοχήν της δικαιοδοσίας του Ηρώδου, τον παρέπεμψεν στον Ηρώδην, ο οποίος κατά τας ημέρας αυτάς του Πασχα ευρίσκετο και αυτός εις τα Ιεροσόλυμα.(Και τούτο, δια να απαλλαγή αυτός από την ενοχλητικήν εκείνην δίκην).
8 ὁ δὲ Ἡρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ’ αὐτοῦ γινόμενον.8 Ο δε Ηρώδης, όταν είδε τον Ιησού εχάρηκε πολύ, διότι από πολύν καιρόν ήθελε να τον ίδη, επειδή πολλά συνεχώς ήκουε δι' αυτόν και ήλπιζε, προς ικανοποίησιν της περιεργείας του, να ίδη κάποιο θαύμα να γίνεται από τον Ιησούν.
9 ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ.9 Τον ερωτούσε δε ο Ηρώδης δια πολλά και με πολλάς ερωτήσεις. Ο Ιησούς όμως δεν του έδωκε καμμίαν απάντησιν.
10 εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐντόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.10 Εκεί δε κοντά εστέκοντο οι γραμματείς και οι αρχιερείς και τον κατηγορούσαν με ζωηρόν τόνον και επιμονήν.
11 ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας, περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ.11 Ο Ηρώδης όμως, αφού τον εξηυτέλισε μαζή με τα στρατεύματά του και τον ενέπαιξε, του εφόρεσε, δια να τον ειρωνευθή και τον γελοιοποιήση, μίαν λαμπράν στολήν, και τον παρέπεμψε πάλιν στον Πιλάτον.
12 ἐγένοντο δὲ φίλοι ὅ τε Ἡρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ μετ’ ἀλλήλων· προϋπῆρχον γὰρ ἐν ἔχθρᾳ ὄντες πρὸς ἑαυτούς.12 Εγιναν δε εξ αφορμής του γεγονότος αυτού φίλοι μεταξύ των ο Ηρώδης και ο Πιλάτος κατά την ημέραν αυτήν. Διότι προηγούμενος ευρίσκοντο εις έχθραν μεταξύ των. (Ισως εξ αιτίας ζητημάτων δικαιοδοσίας).
13 Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸν λαὸν13 Ο Πιλάτος δε, αφού εκάλεσε μαζή τους αρχιερείς και τους άρχοντας και τον λαόν,
14 εἶπε πρὸς αὐτούς· Προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ’ αὐτοῦ.14 είπε προς αυτούς· “μου εφέρατε τον άνθρωπος αυτόν να τον δικάσω, διότι τάχα εξεγείρει τον λαόν εναντίον του Καίσαρος και των νόμων του κράτους. Και ιδού εγώ τον ανέκρινα ενώπιον σας και δεν ευρήκα στον άνθρωπον αυτός καμμιάν παράβασιν και ενόχην, εις όσα σστον κατηγορείτε.
15 ἀλλ’ οὐδὲ Ἡρῴδης· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτὸν· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ.15 Αλλά ούτε και ο Ηρώδης δεν τον ευρήκε ένοχον· διότι εγώ έστειλα και σας μαζή με τον άνθρωπον αυτόν προς τον Ηρώδην και ιδού, ότι τίποτε το άξιον θανάτου δεν έχει διαπραχθή από αυτόν.
16 παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.16 Λοιπόν, αφού τον βασανίσω και διατάξω να τον φραγγελώσουν θα τον απολύσω”.
17 ἀνάγκην δὲ εἶχεν ἀπολύειν αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα.17 Είχε δε υποχρέωσιν ο Πιλάτος, από κάποιο έθιμον, να απελευθερώνη χάριν του λαού κατά την εορτήν του Πασχα ένα κρατούμενον.
18 ἀνέκραξαν δὲ παμπληθεὶ λέγοντες· Αἶρε τοῦτον, ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν·18 Εφώναξαν δε δυνατά όλον το πλήθος μαζή, άρχοντες και λαός, λέγοντες· “φόνευσε αυτόν, να μας αφήσης ελεύθερον τον Βαραββάν”.
19 ὅστις ἦν διὰ στάσιν τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον βεβλημένος εἰς τὴν φυλακὴν.19 Ο οποίος Βαραββάς είχε ριφθή εις την φυλακήν δια κάποιαν στάσιν, που έγινε εις την πόλιν και δια φόνον.
20 πάλιν οὖν ὁ Πιλᾶτος προσεφώνησε, θέλων ἀπολῦσαι τὸν Ἰησοῦν.20 Παλιν λοιπόν ο Πιλάτος ωμίλησε προς τον λαόν, διότι ήθελε να απολύση τον Ιησούν.
21 οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες· Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν.21 Αυτοί όμως εις απάντησιν εφώναζαν δυνατά λέγοντες· “σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν”.
22 ὁ δὲ τρίτον εἶπε πρὸς αὐτούς· Τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν οὗτος; οὐδὲν ἄξιον θανάτου εὗρον ἐν αὐτῷ· παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.22 Ο δε Πιλάτος δια τρίτην φοράν είπεν εις αυτούς· “διατί να τον σταυρώσω; Ποίον κακόν, άξιον σταυρικού θανάτου, έπραξε αυτός; Τιποτε το άξιον θανάτου δεν εύρηκα εις αυτόν. Θα τον μαστιγώσω λοιπόν και θα τον απολύσω”. (Αν ήτο αθώος διατί να τον μαστιγώση; Αν ήτο ένοχος διατί να τον απολύση; Ο Πιλάτος άδικος καθώς ήτο δεν είχε το θάρρος να αποδώση δικαιοσύνην και απολύση τον Κυριον).
23 οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς μεγάλαις αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων.23 Αυτοί δε μαινόμενοι επέμεναν με μεγάλας φωνάς και εζητούσαν να σταυρωθή. Και αι φωναί αυτών και των αρχιερέων υπερίσχυαν και εσκέπαζαν τα λόγια του Πιλάτου.
24 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν,24 Ο δε Πιλάτος απεφάσισε οριστικώς να γίνη το αίτημα των.
25 ἀπέλυσε δὲ αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον εἰς τὴν φυλακὴν, ὃν ᾐτοῦντο, τὸν δὲ Ἰησοῦν παρέδωκε τῷ θελήματι αὐτῶν.25 Αφήκε δε προς χάριν αυτών ελεύθερον τον Βαραββάν, ο οποίος ήτο φυλακισμένος δια στάσιν και φόνον και του οποίου την απόλυσιν εζητούσαν εκείνοι, τον δε Ιησούν παρέδωκε, σύμφωνα με το θέλημά των, να σταυρωθή.
26 Καὶ ὡς ἀπήγαγον αὐτόν, ἐπιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου, ἐρχομένου ἀπ’ ἀγροῦ, ἐπέθηκαν αὐτῷ τὸν σταυρὸν φέρειν ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ.26 Και όταν τον επήγαιναν προς τον Γολγοθάν, έπιασαν κάποιον Σιμωνα Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι, του εφόρτωσαν τον σταυρόν να τον φέρη πίσω από τον Ιησούν, ο όποίος είχε πλέον σωματικώς εξαντληθή.
27 Ἠκολούθει δὲ αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν, αἳ καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν αὐτόν.27 Τον ακολουθούσε δε πολύ πλήθος λαού και γυναικών, αι οποίαι εκτυπούσαν το στήθος και την κεφαλήν των και εθρηνούσαν δι' αυτόν.
28 στραφεὶς δὲ πρὸς αὐτὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, μὴ κλαίετε ἐπ’ ἐμέ, πλὴν ἐφ’ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν.28 Ο δε Ιησούς αφού εγύρισε προς αυτάς είπε· “θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε δι' εμέ, αλλά κλαίετε δια τον ευατόν σας και τα τέκνα σας.
29 ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι ἐν αἷς ἐροῦσι· μακάριαι αἱ στεῖραι καὶ κοιλίαι αἳ οὐκ ἐγέννησαν, καὶ μαστοὶ οἳ οὐκ ἐθήλασαν.29 Διότι ιδού έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας θα είπουν· καλότυχες είναι οι στείρες γυναίκες και αι κοιλίαι που δεν εγέννησαν και οι μαστοί που δεν εθήλασαν βρέφη. Διότι αυταί που έχουν παιδιά θα αισθανθούν δριμύτερον τον πόνον δια τα δεινά που θα έλθουν εις αυτάς και εις τα παιδιά των.
30 τότε ἄρξονται λέγειν τοῖς ὄρεσι, πέσετε ἐφ’ ἡμᾶς, καὶ τοῖς βουνοῖς, καλύψατε ἡμᾶς·30 Τοτε θ'αρχίσουν να λέγουν εις τα όρη· πέσατε επάνω μας· και εις τα βουνά· σκεπάσατέ μας με το βάρος σας, δια να αποθάνωμεν μίαν ώραν ενωρίτερα και μη βασανιζώμεθα από τα ανυπόφορα πλέον δεινά.
31 ὅτι εἰ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται;31 Διότι εάν στο χλωρόν δένδρον κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι, στο ξηρόν τι θα συμβή; (Εάν εις εμέ τον αθώον, που έχω θείαν και ακατάλυτον ζωήν, γίνωνται αυτά, τι μέλλει να γίνη εις σας, που είσθε τόσον βαρειά ένοχοι δια τα πολλά και μεγάλα αμαρτήματά σας;)”
32 Ἤγοντο δὲ καὶ ἕτεροι δύο κακοῦργοι σὺν αὐτῷ ἀναιρεθῆναι.32 Ωδηγούντο δε στον τόπον της σταυρώσεως και άλλοι δύο, οι οποίοι ήσαν κακούργοι, δια να θανατωθούν μαζή με αυτόν.
33 Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν, ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν.33 Και όταν έφθασαν εις τόπον, που ελέγετο Κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν και τους δύο κακούργους, ένα εις τα δεξιά και ένα εις τα αριστερά.
34 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔλεγε· Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι. διαμεριζόμενοι δὲ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἔβαλον κλῆρον.34 Ο δε Ιησούς έλεγε· “Πατερ, συγχώρησέ τους· διότι τυφλωμένοι από την εμπάθειάν των, δεν γνωρίζουν τι κάνουν”. Και οι στρατιώται εμοιράζοντο μεταξύ τους τα ιμάτια του και έβαλλαν κλήρον, τι θα πάρη ο καθένας.
35 καὶ εἱστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν. ἐξεμυκτήριζον δὲ καὶ οἱ ἄρχοντες σὺν αὐτοῖς λέγοντες· Ἄλλους ἔσωσε, σωσάτω ἑαυτόν, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ τοῦ Θεοῦ ὁ ἐκλεκτός.35 Και εστέκετο ο λαός παρατηρών και απολαμβάνων το θέαμα της σταυρώσεως. Περιγελούσαν δε αυτόν και οι άρχοντες μαζή με άλλους και έλεγαν· “άλλους έσωσε. Ας σώση τώρα και τον εαυτόν του, εάν είναι πράγματι αυτός ο Χριστός ο εκλεκτός του Θεού”.
36 ἐνέπαιζον δὲ αὐτῷ καὶ οἱ στρατιῶται προσερχόμενοι καὶ ὄξος προσφέροντες αὐτῷ36 Τον ενέπαιζαν δε οι στρατιώται, οι οποίοι προσήρχοντο και του προσέφεραν ξύδι
37 καὶ λέγοντες· Εἰ σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, σῶσον σεαυτόν.37 και έλεγαν· “εάν συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτόν σου”.
38 ἦν δὲ καὶ ἐπιγραφὴ γεγραμμένη ἐπ’ αὐτῷ γράμμασιν Ἑλληνικοῖς καὶ Ρωμαϊκοῖς καὶ Ἑβραϊκοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.38 Ητο δε και επιγραφή εις ειδικήν σανίδα, στερεωμένη στο επάνω μέρος του σταυρού, γραμμένη με γράμματα Ελληνικά και Ρωμαϊκά και Εβραϊκά· Αυτός είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων.
39 Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν λέγων· Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς.39 Ενας δε από τους σταυρωθέντας κακούργους τον εβλασφημούσε λέγων· “εάν συ είσαι πράγματι ο Χριστός, σώσε τον ευατόν σου και ημάς”.
40 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ λέγων· Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ;40 Απεκρίθη δε ο άλλος, τον επέπληττε και του έλεγε· ούτε τον Θεόν συ ο εγκληματίας και ένοχος δεν φοβείσαι, διότι υφίστασαι την ιδίαν καταδίκην με αυτόν τον αθώον;
41 καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε.41 Και ημείς μεν δικαίως τιμωρούμεθα, διότι απολαμβάνομεν άξια εκείνων που επράξαμεν. Αυτός όμως κανένα ποτέ άτοπον δεν έπραξε”.
42 καὶ ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ· Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.42 Και έλεγεν στον Ιησούν· “ενθυμήσου με, Κυριε, όταν θα έλθης με δόξαν και δύναμιν εις την βασιλείαν σου, ώστε να απολαύσω και εγώ την χαράν και την μακαριότητα αυτής”.
43 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ.43 Και είπεν εις αυτόν ο Ιησούς· “σε διαβεβαιώνω, ότι σήμερον θα είσαι μαζή μου στον παράδεισον”.
44 ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλειπόντος,44 Ητο δε ώρα εξ περίπου από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημέρι, και απλώθηκε σκότος εις όλην την γην έως τας τρστο απόγευμα, διότι είχε χαθή ο ήλιος από τον ουρανόν.
45 καὶ ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μέσον·45 Και εσχίσθη στο μέσον το πολύτιμον παραπέτασμα του ναού.
46 καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου· καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐξέπνευσεν.46 Και εφώναξε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς και είπε· “πάτερ, εις τας χείρας σου παραίδω το πνεύμα μου”. Και αφού είπε τους λόγους αυτούς, εξέπνευσε.
47 ἰδὼν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον ἐδόξασε τὸν Θεὸν λέγων· Ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν.47 Οταν δε ο εκατόνταρχος είδεν αυτό που έγινε, δηλαδή το σκότος, τον σεισμόν και προ παντός τον τρόπον με τον οποίον ο Χριστός ως Κυριος της ζωής του παρέδωσε το πνεύμα, εδόξασε τον Θεόν, λέγων· “πράγματι ο άνθρωπος ούτος ήτο δίκαιος”.
48 καὶ πάντες οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην, θεωροῦντες τὰ γενόμενα, τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη ὑπέστρεφον.48 Και όλα τα πλήθη που είχαν έλθει μαζή δια να παρακολουθήσουν το θέαμα της σταυρώσεως, όταν είδαν αυτά που έγιναν, εγύρισαν πίσω εις την πόλιν, κτυπώντες τα στήθη των, δια να εκδηλώσουν έτσι την μετάνοιάν των.
49 εἱστήκεισαν δὲ πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ ἀπὸ μακρόθεν, καὶ γυναῖκες αἱ συνακολουθήσασαι αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ὁρῶσαι ταῦτα.49 Ολοι δε οι γνωστοί του Κυρίου εστέκοντο από μακρυά, όπως επίσης και αι γυναίκες, που τον είχαν ακολουθήσει από την Γαλιλαίαν, και έβλεπαν όλα τα περιστατικά της σταυρώσεως.
50 Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσὴφ, βουλευτὴς ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος50 Και ιδού, εμφανίζεται ένας άνθρωπος που ελέγετο Ιωσήφ, ο οποίος ήτο βουλευτής, μέλος δηλαδή του συνεδρίου, άνθρωπος αγαθός και δίκαιος
51 - οὗτος οὐκ ἦν συγκατατεθειμένος τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει αὐτῶν - ἀπὸ Ἁριμαθαίας πόλεως τῶν Ἰουδαίων, ὃς προσεδέχετο καὶ αὐτὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,51 Αυτός δεν είχε συγκατατεθή εις την απόφασιν του συνεδρίου και εις την άλλην ενέργειαν των συνέδρων δια την σταύρωσιν του Χριστού. Αυτός κατήγετο από την Αριμαθαίαν, πόλιν των Ιουδαίων, είχε δε δεχθή και πιστεύσει στο κήρυγμα περί της βασιλείας του Θεού την οποίαν και επερίμενε.
52 οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ,52 Αυτός προσήλθε στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού.
53 καὶ καθελὼν αὐτὸ ἐνετύλιξε σινδόνι καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ, οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω κείμενος·53 Και αφού το κατέβασε από τον σταυρόν, το ετύλιξεν εις σινδόνι και το έθεσε εις μνημείον σκαλισμένον εις βράχον, μέσα στο οποίον κανείς ποτέ δεν είχε ταφή.
54 καὶ ἡμέρα ἦν παρασκευὴ, σάββατον ἐπέφωσκε.54 Και ήτο ακόμη ημέρα Πρασκευή. Επλησίαζεν όμως το Σαββατον, που θα ήρχιζε με την δύσιν του ηλίου.
55 Κατακολουθήσασαι δὲ αἱ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐτοῦ,55 Παρακολουθούσαν δε με προσοχήν αι γυναίκες, που είχαν έλθει μαζή με τον Ιησούν από την Γαλιλαίαν και είδαν το μνημείον, όπως επίσης είδαν πως ετέθη το σώμα του εις αυτό σαβανωμένον.
56 ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν.56 Αφού δε επέστρεψαν εις την πόλιν, ητοίμασαν πριν δύση ο ήλιος, αρώματα και ευώδη έλαια. Και κατά μεν τον Σαββατον ησύχασαν και δεν έκαναν τίποτε, σύμφωνα με την εντολήν περί της σαββατικής αργίας.

 

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)

Μετάφραση τῶν ἙβδομήκονταΕρμηνευτική απόδοση
Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα
1 Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωῒ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον, δήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ.1 Και αμέσως το πρωϊ έκαμαν την επίσημον νομικήν συνεδρίασιν οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και όλους τους συνέδρους και αφού κατεδίκασαν τον Ιησούν, τον έδεσαν, τον έφεραν και τον παρέδωσαν ως εγκληματίαν άξιον θανάτου στον Πιλάτον.
2 καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· Σὺ λέγεις.2 Και τον ηρώτησε ο Πιλάτος έπειτα από τις κατηγορίες που είχε ακούσει εναντίον του εκ μέρους των Εβραίων· “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;” Αποκριθείς δε ο Ιησούς του είπεν· “συ λέγεις, ότι είμαι βασιλεύς των Ιουδαίων”.
3 καὶ κατηγόρουν αὐτοῦ οἱ ἀρχιερεῖς πολλά, αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο.3 Και οι αρχιερείς επέμειναν να κατηγορούν αυτόν δια πολλά εγκλήματα, άξια θανάτου. Αυτός όμως δεν έδιδε καμμίαν απόκρισιν.
4 ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν ἐπηρώτα αὐτὸν λέγων· Οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; ἴδε πόσα σου καταμαρτυροῦσιν.4 Ο δε Πιλάτος πάλιν τον ηρώτησε λέγων· “δεν αποκρίνεσαι τίποτε; Κυτταξε, πόσα αυτοί καταθέτουν εναντίον σου”!
5 ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκέτι οὐδὲν ἀπεκρίθη, ὥστε θαυμάζειν τὸν Πιλᾶτον.5 Ο δε Ιησούς δεν απεκρίθη πλέον τίποτε, ώστε ο Πιλάτος να θαυμάζη (διότι τον έβλεπε να μη προσφεύγη εις απολογίαν και διαμαρτυρίας εναντίον των κατηγόρων του).
6 Κατὰ δὲ ἑορτὴν ἀπέλυεν αὐτοῖς ἕνα δέσμιον ὅνπερ ᾐτοῦντο.6 Καθε δε εορτήν του πάσχα ο ηγεμών εσυνήθιζε να απολύη προς χάριν αυτών ένα φυλακισμένον, εκείνον που θα εζητούσαν.
7 ἦν δὲ ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος, οἵτινες ἐν τῇ στάσει φόνον πεποιήκεισαν.7 Υπήρχε δε εις την φυλακήν κάποιος λεγόμενος Βαραββάς, δεμένος μαζή με τους στασιαστάς, οι οποίοι εις την γνωστήν ανταρσίαν είχαν διαπράξει φόνον.
8 καὶ ἀναβοήσας ὁ ὄχλος ἤρξατο αἰτεῖσθαι καθὼς ἀεὶ ἐποίει αὐτοῖς.8 Και εκραύγασε δυνατά ο όχλος και ήρχισαν να ζητούν από τον Πιλάτον να απολύση ένα δέσμιον, όπως πάντοτε εσυνήθιζε να κάμνη εις αυτούς.
9 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· Θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;9 Ο δε Πιλάτος απήντησε και τους είπε· “Θελετε να απολύσω προς χάριν σας τον βασιλέα των Ιουδαίων;”
10 ἐγίνωσκε γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παραδεδώκεισαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς.10 Και επρότεινε τούτο, διότι εγνώριζεν, ότι ένεκα φθόνου τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς.
11 οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς.11 Οι δε αρχιερείς εξεσήκωσαν και έπεισαν τον όχλον να ζητήση όπως απολύση, κατά προτίμησίν των, τον Βαραββάν.
12 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀποκριθεὶς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς· Τί οὖν θέλετε ποιήσω ὃν λέγετε τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;12 Ο δε Πιλάτος (ο οποίος ένεκα της δειλείας του ήθελε να απολύση τον Χριστόν κατά χάριν και όχι διότι τον ευρήκε αθώον) απεκρίθη πάλιν και τους είπε· “τι λοιπόν θέλετε να κάμω αυτόν, που τον ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων;
13 οἱ δὲ πάλιν ἔκραξαν· Σταύρωσον αὐτόν.13 Εκείνοι δε πάλιν έκραξαν· “σταύρωσέ τον”.
14 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἔλεγεν αὐτοῖς· Τί γὰρ ἐποίησε κακόν; οἱ δὲ περισσοτέρως ἔκραξαν· Σταύρωσον αὐτόν.14 Ο δε Πιλάτος έλεγε εις αυτούς· “διατί θέλετε τον θάνατόν του;” Τι κακόν έκαμε; Αυτοί ομως εφώναζαν δυνατώτερα· “σταύρωσέ τον”.
15 ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι, ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, καὶ παρέδωκε τὸν Ἰησοῦν φραγελλώσας ἵνα σταυρωθῇ.15 Ο δε Πιλάτος επειδή ήθελε να ικανοποιήση τον όχλον, απελευθέρωσε τον Βαραββάν και τον Ιησούν, αφού πρώτον διέταξε να τον μαστιγώσουν με το φραγγέλιον, τον παρέδωσε, δια να σταυρωθή, (χωρίς να υποπτεύεται ότι θα προσεφέρετο η μεγάλη λυτρωτική θυσία υπέρ των ανθρώπων).
16 Οἱ δὲ στρατιῶται ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστι πραιτώριον, καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν·16 Οι δε στρατιώται, έσυραν τον Ιησούν στο εσωτερικόν της αυλής του κτηρίου, όπου έμενε ο πραίτωρ, και εμάζεψαν εκεί όλην την φρουράν.
17 καὶ ἐνδύουσιν αὐτὸν πορφύραν καὶ περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον,17 Και δια να τον εμπαίξουν ως ψευδή βασιλέα, του εφόρεσαν κάποιον κόκκινον μανδύαν, τάχα ως βασιλικήν πορφύραν, έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν γύρω στο κεφάλι του, ως στέμμα τάχα βασιλικόν.
18 καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι αὐτόν· Χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων·18 Και ήρχισαν να τον χαιρετούν ειρωνικά και να του λέγουν· “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
19 καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ καὶ ἐνέπτυον αὐτῷ, καὶ τιθέντες τὰ γόνατα προσεκύνουν αὐτῷ.19 Και εκτυπούσαν την κεφαλήν του με καλάμι και τον έφτυναν και αφού έπεφταν εις τα γόνατα τον προσκυνούσαν εμπαικτικώς.
20 καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια τὰ ἴδια, καὶ ἐξάγουσιν αὐτὸν ἵνα σταυρώσωσιν αὐτόν.20 Και αφού τον ενέπαιξαν του έβγαλαν τον κόκκινον μανδύαν, τον έντυσαν με τα ιδικά του ρούχα και τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, δια να τον σταυρώσουν.
21 Καὶ ἀγγαρεύουσι παράγοντά τινα Σίμωνα Κυρηναῖον, ἐρχόμενον ἀπ’ ἀγροῦ, τὸν πατέρα Ἀλεξάνδρου καὶ Ρούφου, ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ.21 Και (επειδή από τας πολλάς ταλαιπωρίας και προ παντός από το φρικτόν φραγγέλωμα είχε εξαντληθή και δεν ημπορούσε να κρατή τον σταυρόν) ηγγάρευσαν, δια να φέρη τον σταυρόν αυτού, κάποιον που έτυχε να περνά, Σιμωνα τον Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι του, τον πατέρα του Αλεξάνδρου και του Ρούφου.
22 Καὶ φέρουσιν αὐτὸν ἐπὶ Γολγοθᾶν τόπον, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος.22 Και τον έφεραν εις τόπον, που λέγεται Γολγοθάς, όνομα που μεταφραζόμενον σημαίνει “τόπος κρανίου”.
23 καὶ ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν ἐσμυρνισμένον οἶνον· ὁ δὲ οὐκ ἔλαβε.23 Και (δια να ναρκώσουν αυτόν, ώστε να μη αισθανθή εις όλην την οξύτητα τους πόνους της καθηλώσεως, να μη δυσκολεύση δε και τους δημίους στο έργον των) του έδιναν να πίη κρασί ανακατεμένον με σμύρναν. Αυτός όμως δε το επήρε.
24 καὶ σταυρώσαντες αὐτὸν διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, βάλλοντες κλῆρον ἐπ’ αὐτὰ τίς τί ἄρῃ.24 Και αφού τον εσταύρωσαν, εμοίρασαν μεταξύ των τα ενδύματά του ρίχνοντες κλήρον, τι θα πάρη ο καθένας από αυτά.
25 ἦν δὲ ὥρα τρίτη καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν.25 Ητο δε η ώρα τρεις από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή εννέα το πρωϊ τότε, που τον εσταύρωσαν.
26 καὶ ἦν ἡ ἐπιγραφὴ τῆς αἰτίας αὐτοῦ ἐπιγεγραμμένη· Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.26 Και ήτο γραμμένη η επιγραφή της αιτίας του σταυρικού του θανάτου στο επάνω μέρος του σταυρού· “ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
27 Καὶ σὺν αὐτῷ σταυροῦσι δύο λῃστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων αὐτοῦ.27 Και μαζή με αυτόν εσταύρωσαν δύο ληστάς, ένα από τα δεξιά του και ένα από τα αριστερά του (δια να παραστήσουν έτσι και αυτόν ως κακούργον).
28 καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα· καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη.28 Και επραγματοποιήθηκε η προφητεία της Γραφής· “και κατατάχθηκε μεταξύ εκείνων που παρέβησαν τον νόμον και εγκλημάτησαν”.
29 Καὶ οἱ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες· Οὐὰ, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν!29 Και αυτοί, που επερνούσαν στον δρόμον κοντά από τον σταυρόν, τον εβλασφημούσαν και εκινούσαν τας κεφαλάς των λέγοντες· “ουα, συ που θα εκρήμνιζες τον ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον ξανάκτιζες!
30 σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.30 Σώσε λοιπόν τον ευατόν σου και κατέβα από τον σταυρόν”.
31 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους μετὰ τῶν γραμματέων ἔλεγον· Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι.31 Παρομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες μεταξύ τους μαζή με τους γραμματείς έλεγαν· “άλλους έσωσε, τον ευατόν του όμως δεν ημπορεί να σώση.
32 ὁ Χριστὸς ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ. καὶ οἱ συνεσταυρωμένοι αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν.32 Ο Χριστός, ο βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβή τώρα από τον σταυρόν, δια να ίδωμεν και ημείς το θαύμα και να πιστεύσωμεν εις αυτόν”. Και οι δύο κακούργοι, που ήσαν σταυρωμένοι μαζή με αυτόν, τον ύβριζαν.
33 Γενομένης δὲ ὥρας ἕκτης σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης·33 Οταν δε η ώρα έγινε εξ από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή δώδεκα μεσημέρι, απλώθηκε σκοτάδι εις όλην την γην έως τας τρστο απόγευμα.
34 καὶ τῇ ὥρᾳ τῇ ἐνάτῃ ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ἐλωῒ Ἐλωῒ, λιμᾶ σαβαχθανί; ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, ὁ Θεός μου ὁ Θεός μου, εἰς τί με ἐγκατέλιπες;34 Και κατά την τρίτην ώραν του απογεύματος εφώναξε με μεγάλην φωνήν ο Κυριος· “Ελωΐ, Ελωΐ, λιμά σαβαχθανί”, το οποίον εις την ελληνικήν γλώσσαν ερμηνεύεται “Θεε μου, Θεε μου διατί με εγκατέλιπες;”
35 καί τινες τῶν παρεστηκότων ἀκούσαντες ἔλεγον· Ἴδε Ἠλίαν φωνεῖ.35 Και μερικοί από αυτούς που έστεκαν εκεί, όταν ήκουσαν τον λόγον αυτόν, έλεγαν· “κύτταξε, φωνάζει τον Ηλίαν”. (Αυτοί δεν εγνώριζαν την εβραϊκήν γλώσσαν δια να εννοήσουν την φράσιν. Αλλά και αν την εγνώριζαν θα τους ήτο εντελώς αδύνατον να εισχωρήσουν στο ανερμήνευτον μυστήριον της εγκαταλείψεως του Κυρίου).
36 δραμὼν δέ εἷς καὶ γεμίσας σπόγγον ὄξους περιθεὶς τε καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν λέγων· Ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας καθελεῖν αὐτόν.36 Ετρεξε δε ένας, εγέμισε με ξύδι ένα σφουγγάρι και αφού το έβαλε γύρω από ένα καλάμι, τον επότιζε λέγων· “αφήστε, δια να ίδωμεν, εάν θα έλθη ο Ηλίας να τον κατεβάση από τον σταυρόν”.
37 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην ἐξέπνευσε.37 Ο δε Ιησούς αφού αφήκε φωνήν μεγάλην εξέπνευσε.
38 Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω.38 Και αμέσως το καταπέτασμα του ναού, που εχώριζε τα άγια από τα αγία των αγίων, εσχίσθη εις τα δύο από επάνω έως κάτω.
39 Ἰδὼν δὲ ὁ κεντυρίων ὁ παρεστηκὼς ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ ὅτι οὕτω κράξας ἐξέπνευσεν, εἶπεν· Ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος υἱὸς ἦν Θεοῦ.39 Οταν δε ο εκατόνταρχος, που εστέκετο απέναντί του, είδεν ότι ο Ιησούς, αφού έκραξε με ισχυράν φωνήν (πράγμα που μαρτυρούσε ισχύν και όχι εξαντλησιν) παρέδωσε το πνεύμα του, είπε· “αλήθεια· ο άνθρωπος ούτος ήτο Υιός Θεού”.
40 Ἦσαν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, ἐν αἷς ἦν καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καὶ Ἰωσῆ μήτηρ καὶ Σαλώμη,40 Ησαν δε και μερικαί γυναίκες, που από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα, μεταξύ των οποίων ήτο και η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή, και η Σαλώμη.
41 αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα.41 Αυταί και όταν ευρίσκετο ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν τον ακολουθούσαν και τον υπηρετούσαν. Ησαν ακόμη και πολλαί άλλαι, αι οποίαι είχαν ανεβή μαζή με αυτόν από την Γαλιλαίαν εις τα Ιεροσόλυμα.
42 Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεὶ ἦν παρασκευή, ὅ ἐστι προσάββατον,42 Και αργά πλέον το απόγευμα, επειδή ήτο Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου, πριν δύση ο ήλιος και αρχίση η αργία του Σαββάτου,
43 ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.43 ήλθεν ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την πόλιν Αριμαθαίαν, διακεκριμένος και ευϋπόληπτος βουλευτής, ο οποίος είχε πιστεύσει στον Χριστόν και επερίμενε την βασιλείαν του Θεού. Αυτός ετόλμησε και παρουσιάσθηκε με θάρρος στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού.
44 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε·44 Ο δε Πιλάτος ηπόρησε, εάν τόσον γρήγορα πράγματι απέθανε ο Ιησούς. Και αφού επροσκάλεσε τον εκατόνταρχον, τον ηρώτησε, εάν είχε πολλήν ώραν που απέθανε ο Ιησούς.
45 καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ.45 Και όταν επληροφορήθη από τον εκατόνταρχον το γεγονός, εχάρισε στον Ιωσήφ το σώμα.
46 καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου.46 Και εκείνος, αφού ηγόρασε καινούριο σινδόνι και τον εκατέβασε από τον σταυρόν, ετύλιξε το σώμα στο σινδόνι και έβαλε αυτόν εις μνημείον, που ήτο σκαμμένον εις βράχον· και εκύλισε βαρύν λίθον επάνω εις την θύραν του μνημείου.
47 ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.47 Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν με προσοχήν, που ετέθη το σώμα του Κυρίου.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27 (ΚΖ)

Μετάφραση τῶν ἙβδομήκονταΕρμηνευτική απόδοση
Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα
1 Πρωΐας δὲ γενομένης συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὥστε θανατῶσαι αὐτόν·1 Οταν δε έγινε πρωϊ έκαμαν συμβούλιον όλοι οι πρεσβύτεροι του λαού εναντίον του Ιησού, δια να εύρουν αιτίαν, ώστε να τον θανατώσουν.
2 καὶ δήσαντες αὐτὸν ἀπήγαγον καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ τῷ ἡγεμόνι.2 Και αφού τον έδεσαν, τον έσυραν από εκεί και τον παρέδωσαν στον Ποντιον Πιλάτον, τον Ρωμαίον ηγεμόνα.
3 Τότε ἰδὼν Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ πρεσβυτέροις3 Τοτε ο Ιούδας, ο οποίος τον είχε παραδώσει, όταν είδε ότι ο Ιησούς κατεδικάσθη από το συνέδριον, κατελήφθη από μεταμέλειαν (όχι όμως από πραγματικήν μετάνοιαν, που θα τον οδηγούσε πλησίον του Χριστού) και σαν να ησθάνετο αβάστακτον βάρος δια τα τριάκοντα αργύρια, τα έδωσε πίσω στους αρχιερείς και πρεσβυτέρους
4 λέγων· Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. οἱ δὲ εἶπον· Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει.4 λέγων· “ημάρτησα, διότι παρέδωσα αίμα αθώον”. Εκείνοι δε είπον· “και τι μας μέλει εμάς; Συ θα δώσης λόγον δι' αυτό”.
5 καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο.5 Και αφού έριψεν με αγανάκτησιν τα αργύρια στον ναόν, έφυγε απελπισμένος και επήγε και εκρεμάσθη.
6 οἱ δὲ ἀρχιερεῖς λαβόντες τὰ ἀργύρια εἶπον· Οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι.6 Οι δε αρχιερείς επήραν τα αργύρια και είπαν· “δεν επιτρέπεται να τα βάλωμε στο ταμείον του ναού, διότι είναι τιμή αίματος, το οποίον μετ' ολίγον θα χυθή”.
7 συμβούλιον δὲ λαβόντες ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις·7 Αφού δε έκαμαν συμβούλιον ηγόρασαν με αυτά τον αγρόν του κεραμιδά, ως τόπον ταφής των ξένων (οι οποίοι συνέβαινε να αποθνήσκουν εις την Ιερουσαλήμ).
8 διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον.8 Δι' αυτό και ο αγρός εκείνος έχει ονομασθή μέχρι σήμερα “αγρός αίματος”.
9 τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ,9 Τοτε εξεπληρώθη αυτό που είχε λεχθή δια του προφήτου Ιερεμίου, ο όποιος έλεγε· “και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του ανεκτιμήτου, τον οποίον μερικοί από τους υιούς Ισραήλ τόσον είχαν εκτιμήσει,
10 καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος.10 και έδωκαν αυτά δια τον αγρόν του κεραμιδά, όπως με καθωδήγησε ο Κυριος”.
11 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος· καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ ἡγεμὼν λέγων· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἔφη αὐτῷ· Σὺ λέγεις.11 Ο δε Ιησούς εστάθη όρθιος εμπρός στον ηγεμόνα και τον ηρώτησε ο ηγεμών λέγων· “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;” Ο δε Ιησούς του απήντησε· “συ λέγεις ότι είμαι ο βασιλεύς”.
12 καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο.12 Και ενώ κατηγορείτο από τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους, αυτός δεν έδωσε καμμίαν απάντησιν.
13 τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι;13 Τοτε λέγει εις αυτόν ο Πιλάτος· “δεν ακούεις πόσα καταθέτουν αυτοί εις βάρος σου;”
14 καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν.14 Και δεν απήντησεν εις αυτόν ούτε ένα λόγον, ώστε ο ηγεμών να θαυμάζη παρά πολύ την γαλήνην και το ηθικόν μεγαλείον του δεσμώτου.
15 Κατὰ δὲ τὴν ἑορτὴν εἰώθει ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον ὃν ἤθελον.15 Κατά την εορτήν δε του πάσχα είχε την συνήθειαν ο ηγεμών να απολύη ένα κατάδικον χάριν του λαού, εκείνον τον οποίον ήθελαν. (Επειδή δεν είχε το θάρρος να απολύση τον Ιησούν ως αθώον, όπως εξ αρχής τον είχε αναγνωρίσει, εκέφθη να τον απολύση κατά χάριν).
16 εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον λεγόμενον Βαραββᾶν.16 Είχαν δε τότε ένα κατάδικον διαβόητον δια τα πολλά του εγκλήματα, ο όποιος ελέγετο Βαραββάς.
17 συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν, Βαραββᾶν ἢ Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν;17 Ενώ δε εκείνοι ήσαν συγκετρωμένοι εμπρός στο πραιτώριον, τους ηρώτησεν ο Πιλάτος· “ποίον θέλετε να απολύσω προς χάριν σας; Τον Βαραββάν η τον Ιησούν, τον λεγόμενον Χριστόν;”
18 ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν.18 Διότι είχε εννοήσει πολύ καλά, ότι ένεκα φθόνου τον παρέδωσαν.
19 Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ’ ὄναρ δι’ αὐτόν.19 Ενώ δε αυτός εκάθητο εις την δικαστικήν έδραν, έστειλε προς αυτόν η γυναίκα του και του είπε· “πρόσεχε να μην αναμιχθής εις την υπόθεσιν του δικαίου εκείνου, διότι πολλά έπαθα σήμερα ένεκα αυτού στο όνειρόν μου”.
20 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀπολέσωσιν.20 Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν εν τω μεταξύ τους όχλους να ζητήσουν τον Βαραββάν, να θανατώσουν δε τον Ιησούν.
21 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν εἶπεν αὐτοῖς· Τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον· Βαραββᾶν.21 Ελαβε δε τον λόγον ο ηγεμών και είπεν εις αυτούς· “ποίον θέλετε από τους δυό να σας απολύσω;” Εκείνοι δε εφώναξαν· “τον Βαραββάν”.
22 λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τί οὖν ποιήσω Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αὐτῷ πάντες· Σταυρωθήτω.22 Τους λέγει ο Πιλάτος· “Τι λοιπόν να κάμω τον Ιησούν, τον λεγόμενον Χριστόν;” Λεγουν εις αυτόν όλοι, “να σταυρωθή”.
23 ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔφη· Τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες· Σταυρωθήτω.23 Ο δε ηγεμών είπε· “διατί να σταυρωθή; Ποίον κακόν έκαμε;” Εκείνοι δε ακόμη περισσότερον εκραύγαζαν λέγοντες· “να σταυρωθή”.
24 ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου, λέγων· Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε.24 Οταν είδε ο Πιλάτος ότι καμμίαν ωφέλειαν δεν έφερε η παρέμβασις του υπέρ του Ιησού, αλλά μάλλον προκαλούσε θόρυβον και αναταραχήν, αφού επήρε νερό εξέπλυνε καλά τα χέρια του εμπρός στον όχλον λέγων· “είμαι αθώος από το αίμα του δικαίου τούτου· εις σας θα πέση η ευθύνη και το κρίμα”.
25 καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν.25 Και απεκρίθη όλος ο λαός και είπε· “το αίμα αυτού ας πέση επάνω εις ημάς και επάνω εις τα τέκνα μας”. (Και ο Πιλάτος ήτο ένοχος, διότι δεν ετόλμησε, καθ' ο καθήκον ως δικαστής είχε, να απολύση τον αθώον, και οι Εβραίοι ακόμη περισσότερον διότι επέμειναν και εσταύρωσαν τον Σωτήρα και ευεργέτην των).
26 τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ.26 Τοτε τους αφήκεν ελεύθερον τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν, αφού διέταξε και τον εμαστίγωσαν με το φραγγέλιον, τον παρέδωσε δια να σταυρωθή.
27 Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον συνήγαγον ἐπ’ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν·27 Τοτε οι στρατιώται του ηγεμόνος, αφού παρέλαβαν τον Ιησούν εις την αυλήν του πραιτωρίου, εμάζεψαν γύρω από αυτόν όλην την φρουράν.
28 καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην,28 Και αφού τον εγύμνωσαν από τα ενδύματά του, τον ενέδυσαν με κόκκινον μανδύαν, δια να τον εμπαίξουν ως βασιλέα.
29 καὶ πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ κάλαμον ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἐνέπαιζον αὐτῷ λέγοντες· Χαῖρε, ὁ βασιλεῦς τῶν Ἰουδαίων·29 Επλεξαν δε ακάνθινον στέφανον και έβαλαν αυτόν στο κεφάλι του αντί για στέμμα· του έδωκαν καλάμι στο δέξι του χέρι αντί για σκήπτρο και αφού εγονάτισαν εμπρός του τον ενέπαιζαν λέγοντες· “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
30 καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.30 Και αφού τον έπτυσαν, επήραν το καλάμι και εκτυπούσαν την κεφαλήν του.
31 καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι.31 Και όταν τον ενέπαιξαν όσον ήθελαν, έβγαλαν από αυτόν την χλαμύδα, του εφόρεσαν τα ενδύματά του και τον ωδήγησαν, δια να τον σταυρώσουν.
32 Ἐξερχόμενοι δὲ εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ.32 Καθώς δε έβγαιναν από την πόλιν, ευρήκαν ένα άνθρωπον, που κατήγετο από την Κυρήνην και ωνομάζετο Σιμων, αυτόν ηγγάρευσαν να σηκώση μέχρι του Γολγοθά τον σταυρόν του Ιησού.
33 Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος,33 Και αφού ήλθαν εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, όνομα που σημαίνει “τόπος κρανίου”,
34 ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν.34 του έδωσαν να πιή ξύδι ανακατεμένον με χολήν, δια να του φέρη κάποιαν προσωρινήν ναρκώσιν. Εκείνος όμως αφού το εδοκίμασε, δεν ήθελε να το πιή.
35 σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βάλοντες κλῆρον,35 Αφού δε τον εσταύρωσαν, εμοίρασαν μεταξύ των με κλήρον τα ενδύματά του οι στρατιώται.
36 καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ.36 Και καθήμενοι εκεί τον εφρουρούσαν.
37 καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ βασιλεῦς τῶν Ἰουδαίων.37 Και ετοποθέτησαν στον σταυρόν, επάνω από την κεφαλήν του, γραμμένην την κατηγορίαν του· “αυτός είναι ο Ιησούς ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
38 Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων.38 Τοτε σταυρώνονται μαζή με αυτόν δύο λησταί, ένας εκ δεξιών και άλλος εξ αριστερών. (Και τούτο, δια να εξευτελισθή ακόμη περισσότερον ο Χριστός και να προβληθή εις τα μάτια όλων ως ένας από τους καταδικασμένους εις θάνατον κακούργους).
39 Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν39 Εκείνοι δε που επερνούσαν από τον δρόμον κοντά στον σταυρόν, τον εβλασφημούσαν και εκινούσαν τα κεφάλια των
40 καὶ λέγοντες· Ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.40 λέγοντες· “συ λοιπόν, είσαι που θα εκρήμνιζες τον ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον ξανάκτιζες! Σώσε τώρα τον ευατόν σου. Εάν πράγματι είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον σταυρόν”.
41 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον·41 Παρομοίως δε και οι αρχιερείς τον ενέπαιζαν μαζή με τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους και τους Φαρισαίους και έλεγαν ειρωνικώς·
42 Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ’ αὐτῷ·42 “άλλους έσωσε, τον ευατόν του όμως δεν ημπορεί να σώση. Εάν είναι πράγματι ο σταλμένος από τον Θεόν βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβή από τον σταυρόν και θα πιστεύσωμεν εις αυτόν.
43 πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός.43 Εχει στηρίξει την πεποίθησίν του στον Θεόν. Ας τον σώση τώρα από τον σταυρόν, αν πράγματι τον θέλη. Διότι ο ίδιος είπε, ότι είμαι υιός Θεού”.
44 τὸ δ’ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν.44 Κατά τον ίδιον τρόπον και οι λησταί, που είχαν σταυρωθή μαζή του, τον ύβριζαν.
45 Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης.45 Από δε την δωδεκάτην ώραν έως τας τρστο απόγευμα έγινε σκοτάδι εις όλην την γην.
46 περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ἠλὶ ἠλὶ, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;46 Περί την τρίτην απογευματινήν ώραν εβόησε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς, λέγων· “Ηλί, Ηλί, λιμά σαβαχθανί;” Δηλαδή, Θεε μου, Θεε μου, διατί με εγκατέλιπες;”
47 τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν φωνεῖ οὗτος.47 Μερικοί δε από εκείνους που εστέκοντο εκεί, όταν ήκουσαν τα λόγια του Ιησού (επειδή δεν εγνώριζαν την Αραμαϊκήν γλώσσαν) έλεγαν, ότι αυτός επικαλείτε τον Ηλίαν.
48 καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν.48 Και αμέσως ένας από αυτούς έτρεξε, επήρε σφουγγάρι το εγέμισε με ξύδι, το προσήρμοσε εις ένα καλάμι και τον επότιζε.
49 οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· Ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν.49 Οι άλλοι όμως έλεγαν· “άφησε να ιδούμε, εάν θα έλθη ο Ηλίας, δια να τον σώση”.
50 ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα.50 Ο δε Ιησούς αφού πάλιν έκραξε με φωνήν μεγάλην, αφήκε ο ίδιος το πνεύμα του να φύγη από το σώμα.
51 Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν,51 Και ιδού το παραπέτασμα του ναού, που εχώριζε τα άγια των αγίων από τα άγια, εσχίσθη εις δύο από επάνω έως κάτω και η γη συνεκλονίσθη από τον σεισμόν και οι πέτρες εσχίσθησαν
52 καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη,52 και τα μνημεία εις την περιοχήν της Ιερουσαλήμ ανοίχθησαν μόνα των και πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων ανεστήθησαν·
53 καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς.53 και αφού εξήλθαν από τα μνημεία μετά την ανάστασιν του Χριστού, εισήλθαν εις την αγίαν πόλιν, την Ιερουσαλήμ και παρουσιάσθησαν εις πολλούς.
54 Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν Ἰησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος.54 Ο δε εκατόνταρχος και οι στρατιώται, που ήσαν μαζή του δια να φρουρούν τον Ιησούν, εφοβήθησαν παρά πολύ και έλεγαν· “αληθώς! αυτός ήτο υιός Θεού”!
55 Ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ·55 Ησαν δε εκεί και πολλαί γυναίκες, αι οποίαι από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα. Αυταί ηκολούθησαν τον Ιησούν από την Γαλιλαίαν και τον υπηρετούσαν.
56 ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ μήτηρ, καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου.56 Μεταξύ αυτών ήσαν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των υιών Ζεβεδαίου.
57 Ὀψίας δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ Ἁριμαθαίας, τοὔνομα Ἰωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε τῷ Ἰησοῦ·57 Αργά δε το απόγευμα ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος από την Αριμαθαίαν, ονόματι Ιωσήφ, ο οποίος και αυτός είχε μαθητεύσει κοντά στον Ιησούν.
58 οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν ἀποδοθῆναι τὸ σῶμα.58 Αυτός προσήλθε στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού. Τοτε ο Πιλάτος διέταξε να του δοθή.
59 καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ,59 Και λαβών ο Ιωσήφ το σώμα το ετύλιξε εις σινδόνι καινούριο και καθαρό
60 καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ ὃ ἐλατόμησεν ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν.60 και το έθεσε στο καινούριο μνημείον του, το οποίον είχε σκαλίσει στον βράχον. Και αφού εκύλισε εμπρός εις την θύραν του μνημείου μεγάλον λίθον, ανεχώρησε.
61 ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου.61 Ητο δε εκεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, αι οποίαι εκάθηντο απέναντι από τον τάφον.
62 Τῇ δὲ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν παρασκευήν, συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι πρὸς Πιλᾶτον62 Κατά δε την επομένην ημέραν, η οποία είναι έπειτα από την Παρασκευήν, δηλαδή το Σαββατον, συνεκεντρώθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι και ήλθαν προς τον Πιλάτον
63 λέγοντες· Κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι.63 λέγοντες· “κύριε, εθυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος είπε, ενώ ακόμη εζούσε· Επειτα από τρεις ημέρες θα αναστηθώ.
64 κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης.64 Δώσε, λοιπόν, διαταγήν να φρουρηθή ο τάφος μέχρι την τρίτην ημέραν, μήπως έλθουν οι μαθηταί αυτού νύκτα, τον κλέψουν και πουν στον λαόν· Ανεστήθη εκ των νεκρών. Και τότε η τελευταία πλάνη θα είναι χειροτέρα από την πρώτην, που μερικοί τον είχαν πιστέψει ως Μεσσίαν”.
65 ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Ἔχετε κουστωδίαν· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε.65 Είπε εις αυτούς ο Πιλάτος· “έχετε εις την διάθεσίν σας φρουρά· πηγαίνετε και ασφαλίσατε τον τάφον, όπως γνωρίζετε”.
66 οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας.66 Εκείνοι δε επήγαν και ασφάλισαν τον τάφον, έβαλαν δηλαδή σφραγίδες στον λίθον που έκλειε το μνημείον και ετοποθέτησαν φρουράν.

 


 jesus_apokathilwsis.jpg

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...